Friday , December 6 2024

Κι όμως το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο ευνοεί τον… ΣΥΡΙΖΑ!

γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Την ώρα που η κυβέρνηση παραπαίει και ο κ. Τσίπρας αγωνίζεται να κρατήσει, τουλάχιστον, τον έλεγχο του κόμματός του, ώστε να έχει τα λιγότερα δυνατά προβλήματα την επόμενη μέρα της ήττας του, στο χώρο των ΜΜΕ άρχισε να αναπτύσσεται η φιλολογία της χρησιμότητα ή όχι ενός «αντι- ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου.
Ωστόσο το ερώτημα που τίθεται ευθύς εξ αρχής είναι απλό και έχει σχέση με την ίδια την ουσία της δημοκρατίας: Πόσο δημοκρατικό είναι το πρόθεμα «αντί» μπροστά από οτιδήποτε κακό, ακόμα και επικίνδυνο για τη δημοκρατία.

Θυμάμαι, παιδί ακόμα, τον συναγωνιστή μου από την ΟΝΝΕΔ (αυτός μεγαλύτερος) Θρασύβουλο Μαυρομάτη, να ξεκινά την ομιλία του σε ένα φεστιβάλ της νεολαίας της ΝΔ, με τη φράση «αντιφασίστες και αντικομμουνιστές, ΟΝΝΕΔίτισσες και ΟΝΝΕΔίτες…». Η προσφώνηση μπορεί να απέσπασε τα έντονα χειροκροτήματα και τις επευφημίες της νεολαίας, αλλά με είχε προβληματίσει αν ο όρος «αντί» πρέπει να προσδιορίζει τη δική μου θέση, τότε ως ΟΝΝΕΔίτη και όχι η ιδεολογία και το πιστεύω μου στα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ελεύθερης αγοράς.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν ρωτήθηκα από ΤΑ ΝΕΑ για την ανάγκη ενός «αντι- ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, έδωσε σαφή απάντηση. Είπε: «Δεν μου αρέσουν τα μέτωπα. Την θεωρώ μια τελείως ξεπερασμένη έννοια. Και γι’ αυτό δεν μπαίνω σε καμία τέτοια συζήτηση και προτρέπω και τα στελέχη της Ν.Δ. να αποφεύγουν αυτούς τους αναχρονιστικούς και ανούσιους καυγάδες. Άλλωστε ο διαχωρισμός Αριστεράς – Δεξιάς, με τους όρους του παρελθόντος, είναι παντελώς ξεπερασμένος. Τα πραγματικά διλήμματα της χώρας είναι σήμερα πιο ξεκάθαρα από ποτέ: υπευθυνότητα ή λαϊκισμός. Αξιοκρατία ή κομματισμός. Αποτελεσματικότητα ή ανικανότητα».
Το να είναι κανείς, πλέον, απέναντι στη χειρότερη κυβέρνηση που γνώρισε η Ελλάδα μεταπολιτευτικά, ίσως και μεταπολεμικά, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μέσα από όρους που περιλαμβάνει ένα μέτωπο «αντί- ΣΥΡΙΖΑ». Το να είναι κανείς σήμερα απέναντι από τον ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ότι δεν είναι απέναντι στη λογική.  Σημαίνει, επίσης, ότι δεν είναι απέναντι στην ηθική και στον ρεαλισμό.
Κάθε άνθρωπος που έχει ενστερνιστεί στοιχειώδεις αρχές της ηθικής, γνωρίζει ότι σε μια ώρα εθνικής τραγωδίας, όπως αυτής στο Μάτι με τους 97 νεκρούς, δεν μπορεί να ασχολείσαι με την επικοινωνιακή σου εικόνα, αλλά με το πώς θα σταθείς δίπλα στους πληγέντες, πώς θα σώσεις ζωές και περιουσίες. Αυτό άλλωστε εκτός από την ηθική επιβάλλει και η λογική, γιατί όσο και να θες να κρύψεις δεκάδες νεκρούς, δεν μπορείς να τους κρύψεις περισσότερο από λίγες ώρες. Δυστυχώς οι κραυγές της σιωπής των νεκρών είναι ισχυρότερες από κάθε σύνθημα κατά της κυβέρνησης, δυνατότερες σε ένταση από κάθε διαδήλωση και κάθε παλλαϊκό ξεσήκωμα και πιο ανατρεπτικές από κάθε μέτωπο κατά της κυβέρνησης. Γιατί αυτές οι κραυγές της σιωπής αναζητούν απάντηση σε ένα τεράστιο «Γιατί;». Ένα «γιατί» που καλύπτει όχι μόνο τις συνθήκες του θανάτου τους, αλλά και τη διαχείριση της τραγωδίας.
Η λογική λοιπόν λέει ότι πας στη σύσκεψη ως πρωθυπουργός, ανακοινώνεις εσύ το μέγεθος της τραγωδίας και ή παραιτείσαι ή αναλαμβάνεις δραστικές πρωτοβουλίες για να δώσεις λύσεις και, τουλάχιστον, να κάνεις πιο εύκολη τη ζωή των διασωθέντων που έχουν πληγεί από την πυρκαγιά. Δεν προσπαθείς να κρύψεις το μέγεθος της τραγωδίας και όταν τελικά αυτό δεν στέκεται επικοινωνιακά, επιχειρείς να ρίξεις την ευθύνη στα απρόσωπα αυθαίρετα…
Η λογική, επίσης, λέει ότι όταν έχεις υποθηκεύσει το μέλλον του τόπου σου μέχρι το 2060 και την δημόσια περιουσία για τον επόμενο αιώνα, δεν πανηγυρίζεις ότι έβγαλες τη χώρα από το μνημόνιο, που εξ αιτίας της δικής σου πολιτικής (βλέπε πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης το 2015), επιβλήθηκε στη χώρα.
Η λογική λέει ότι όσοι επλήγησαν από τα άδικα μέτρα που περιλαμβάνει το 3ο αχρείαστο και το 4ο κρυφό μνημόνιο, θα καταψηφίσουν εκείνον που τα επέβαλε.
Η λογική επίσης λέει ότι όσοι πιστεύουν στη δημοκρατία θα καταψηφίσουν εκείνους που επιχειρούν να ποδηγετήσουν θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές αλλά και τα ΜΜΕ, τα οποία είναι καλά μόνο αν παρουσιάζουν τη «δική τους» αλήθεια.
Η λογική επίσης λέει ότι δεν χρειάζεται κάποιο μέτωπο για να αντιταχθεί ένας μέσος πολίτης σε εκείνον που τον έχει φορτώσει με τους περισσότερους φόρους σε ολόκληρη την Ευρώπη χωρίς να του διασφαλίζει στοιχειώδεις υπηρεσίες σε τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία, η Ασφάλεια, που αποτελούν τις μέγιστες -και σε πολλές περιπτώσεις αποκλειστικές- υποχρεώσεις ενός ευνομούμενου κράτους.
Η δημιουργία κάποιου μετώπου στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι απαραίτητη με τη μορφή της αντιπαράθεσης. Μάλλον κάτι τέτοιο βολεύει και συμφέρει τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί εκείνο που καλλιεργεί εδώ και χρόνια είναι η λογική του «εμείς και οι άλλοι». Όπου «εμείς» είμαστε οι δημοκράτες, οι αντισυμβατικοί, εκείνοι που πάνε κόντρα σε κάθε τι που ευθύνεται για τη κρίση, ενώ οι «άλλοι» είναι το παλιό, το κατεστημένο, εκείνοι που έχουν την ευθύνη για τα μνημόνια, ασχέτως αν το χειρότερο και πιο επώδυνο μνημόνιο του υπογράψαμε «εμείς» επειδή δεν είχαμε την τόλμη και την ευθυκρισία να ολοκληρώσουμε αυτά που είχαν προετοιμάσει οι «άλλοι». Η δημιουργία ενός «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου ευνοεί τη διχαστική πολιτική που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ και συσπειρώνει τους λιγοστούς ακόμα οπαδούς του, κάτω από τη «λογική» ότι οι «άλλοι» κυνηγάνε έναν 40άρη πρωθυπουργό γιατί πάει κόντρα στο κατεστημένο. Άσχετα αν ο 40άρης πρωθυπουργός είναι ο καλύτερος σύμμαχος του πιο αρρωστημένου κατεστημένου αλλά και ο καλύτερος μαθητής των δανειστών που ο ίδιος κατήγγειλε πριν αναλάβει την εξουσία.
Όμως αυτόν τον 40άρη πρωθυπουργό που λεηλάτησε κάθε έννοια ηθικής και αριστερής ιδεολογίας, τον έφερε στην εξουσία ο λαός με την ψήφο του. Και στη δημοκρατία κάθε κόμμα – ακόμα και η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ- έχει το δικαίωμα να κυβερνήσει. Αν θα το πετύχει ή όχι εξαρτάται από την ψήφο του λαού, που διαμορφώνεται από το αν οι υπόλοιποι μπορούμε να πείσουμε για την ορθότητα των δικών μας θέσεων και τους κινδύνους που εγκυμονεί η επικράτηση των θέσεων του κάθε λογής λαϊκιστή, όπως ο κ. Τσίπρας.  Το 2015, δεν το πετύχαμε αυτό. Ούτε τον Ιανουάριο, ούτε τον Σεπτέμβριο. Αλλά γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο κ. Τσίπρας, αλλά η δική μας έλλειψη πειθούς.
Σήμερα που ο λαός γεύθηκε και αυτό το πολιτικό «φρούτο», με τις καταστροφικές συνέπειες για το σύνολο της χώρας και των πολιτών, με τη γνώση και την εμπειρία των ετών από το 2015 και μετά, θα κληθεί στις κάλπες να αποφασίσει ποιος θέλει να τον κυβερνήσει στην επόμενη τετραετία. Από τη μια θα έχει την γνώριμη  διχαστική, λαϊκίστικη φωνή του κ. Τσίπρα και από την άλλη την πρωτόγνωρη φωνή της ωμής αλήθειας, τη φωνή της λογικής και του ρεαλισμού, του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μιας αλήθειας, όμως, που δεν αγνοεί την κοινωνία αφού για τα συμφέροντά της μάχεται. Η επιλογή είναι αποκλειστικά του λαού. Και όπως ο λαός είχε το δικαίωμα του λάθους -και μάλιστα επαναλαμβανόμενου- το 2015, έτσι τώρα έχει το δικαίωμα της επιλογής του σωστού. Μόνο που η επιλογή στο σωστό δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Και εκεί βρίσκεται η δύναμη της δημοκρατίας. Στην πολυφωνία, στην δυνατότητα της επιλογής.
Δημοκρατία δεν είναι η επιλογή μεταξύ «άσπρου» και «μαύρου». Δημοκρατία, είναι η δυνατότητα επιλογής οποιουδήποτε χρώματος ανάμεσα στο τεράστιο φάσμα που υπάρχει μεταξύ μαύρου και άσπρου.
Τα μέτωπα «αντί», οδηγούν σε συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις αλλά και σε συγκρούσεις. Και όταν εξέρχεσαι από μια οκταετή κρίση, που δεν ήταν απλά οικονομική, αλλά ήταν κρίση αξιών (ηθικών και πολιτικών),  η κοινή λογική λέει ότι εκείνο που πρέπει να επιδιώξεις ως κυβερνήτης, ως ηγέτης, είναι η συνένωση δυνάμεων και η ανοχή ακόμη κι εκείνων που δεν επέλεξαν να σε εμπιστευθούν.
Η επόμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση της ΝΔ,  δεν θα κριθεί από το πόσο ποσοστό πήρε στις επόμενες εκλογές, αλλά από το πόσο ποσοστό θα πάρει στις μεθεπόμενες εκλογές. Γιατί στις προσεχείς εκλογές πολλοί θα είναι εκείνοι που θα την ψηφίσουν από ανάγκη για να φύγει η χειρότερη μεταπολιτευτική κυβέρνηση. Στις μεταπροσεχείς εκλογές όμως θα την ψηφίσουν εκείνοι που θα επιδοκιμάσουν το έργο της.  Και για να επιτύχει θετικό έργο, απαιτείται- κατ’ αρχήν- η στήριξη ή έστω η ανοχή της μεγαλύτερης δυνατής πλειοψηφίας του λαού και των πολιτικών δυνάμεων.  Η δημιουργία ενός «αντί- ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», δεν εξυπηρετεί αυτήν την πολιτική τακτική, αφού οδηγεί σε συγκρούσεις και αχρείαστες αντιπαραθέσεις που είναι ευεπίφορες στις δυνάμεις του λαϊκισμού, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ.