γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Η Δευτέρα ήταν μια σημαντική, πολιτικά, ημέρα.
Η Δευτέρα ήταν μια σημαντική, πολιτικά, ημέρα.
Από τη μια η διαδικασία στη Βουλή για τη συζήτηση επί του αιτήματος της ΝΔ για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για το λεγόμενο «Καμμένος gate», έπεισε και τους πλέον δύσπιστους ότι Τσίπρας και Καμμένος «θα πάνε μαζί μέχρι τέλους». Και προκειμένου να μετατεθεί όσο πιο πολύ προς τα πίσω το «τέλος», οι δύο εταίροι είναι αποφασισμένοι να επιχειρήσουν να μας πείσουν ότι
ποτέ δεν ψήφισαν μνημόνια, ότι ποτέ δεν ψήφισαν φορολογικά μέτρα, πως για ό,τι έκαναν έφταιγε η κακιά δεξιά.
Από την άλλη η δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ) εξακολουθεί να δείχνει διψήφια τη διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ (στις 13 μονάδες), μόνο που αυτή τη φορά η διαφορά έχει μειωθεί κατά 5%, καθώς η ΝΔ έχασε 2,5% και ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε 2,5%.
Και βέβαια όλοι περιμέναμε ότι το αστικό αγωνιστικό πάθος των ψηφοφόρων της ΝΔ θα επηρεαζόταν από το καλοκαίρι και ο οίστρος τους θα μειωνόταν, αλλά περίμενε κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα άρχιζε να «τσιμπάει» σε ποσοστά και να ανακάμπτει;
Η απάντηση είναι ότι κάθε λογικός πολιτικός παρατηρητής θα περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Θα περίμενε και την κόπωση των ψηφοφόρων της ΝΔ αλλά και την συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση παρουσιάζει ως επιτυχία της τη μικρή βελτίωση στα δημοσιονομικά μεγέθη σε σχέση με την καταστροφή που η ίδια είχε προκαλέσει το 2015 και προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα τεχνητής ευφορίας ότι όλα πάνε καλά και βγαίνουμε οσονούπω από τα μνημόνια. Εκείνο, βέβαια που ξεχνάει να πει είναι ότι τον Αύγουστο τυπικά –και μόνο- θα τελειώσει το γ’ πρόγραμμα που η ίδια προκάλεσε, ενώ τα επίχειρα της πολιτικής της και του αδήλωτου δ΄ προγράμματος, θα τα πληρώνουμε για μια ολόκληρη γενιά. Αυτά όμως οι πολίτες θα αρχίσουν να τα συνειδητοποιούν από το καλοκαίρι του 2018 και μετά, όταν θα συνεχίσουν να πληρώνουν ΕΝΦΙΑ, ΕΦΚΑ και κάθε λογής φόρο που η κυβέρνηση Τσίπρα- Καμμένου επέβαλε.
Στην πορεία προς την τυπική έξοδο από το μνημόνιο, η κυβέρνηση θα κάνει κυριολεκτικά πλύση εγκεφάλου στους πολίτες για τα ευεργετικά αποτελέσματα της πολιτικής της και το success story των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ο λαός, ωστόσο, θα συνεχίσει να πληρώνει…
Και βέβαια, σε εκείνο το χρονικό σημείο, πριν οι πολίτες συνειδητοποιήσουν ότι τα αποτελέσματα της πολιτικής του κ. Τσίπρα θα τα πληρώνει για πολλά ακόμη χρόνια, πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν, ότι ενδεχομένως επιχειρήσει εκλογικό αιφνιδιασμό, με στόχο να «ψαλιδίσει» όσο μπορεί τη νίκη της ΝΔ και να της στερήσει την αυτοδυναμία. Αυτό που θέλει ο κ. Τσίπρας είναι να μη μπορέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να σχηματίσει κυβέρνηση και να έχουμε ξανά εκλογές, αλλά αυτή τη φορά με απλή αναλογική (όπως έχει ψηφίσει) ώστε ο ίδιος να μείνει «ζωντανός» στο πολιτικό παιχνίδι.
Η ΝΔ λοιπόν στο διάστημα που θα μεσολαβήσει, πέρα από το διαρκές αίτημα για εκλογές που μπορεί ξανά, αλλά σταδιακά, να δημιουργήσει προσδοκίες και να ενισχύσει την κομματική συσπείρωση, πρέπει να βρει ένα στοιχείο που θα εμπνεύσει όχι μόνο τους οπαδούς και ψηφοφόρους της, αλλά το σύνολο του ελληνικού λαού.
Το όραμα για ανάπτυξη που εξέφρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ είναι ένα τέτοιο στοιχείο, αλλά χρειάζεται περισσότερη και μεγαλύτερη εξειδίκευση. Η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έλθει μόνη της. Χρειάζονται κίνητρα. Και μεγαλύτερο κίνητρο είναι η μείωση της φορολογίας και η πάταξη της γραφειοκρατίας σε ό,τι αφορά στην έγκριση επενδύσεων.
Πιστεύουμε ότι στο Συνέδριο Θέσεων και Αρχών της ΝΔ θα έχουμε περαιτέρω εξειδίκευση της πολιτικής αυτής ώστε όχι μόνο να γίνει κατανοητή αλλά να γίνει κτήμα των Ελλήνων πολιτών.
Ο λαός πρέπει να καταλάβει ο ίδιος σε τι και πώς θα ωφεληθεί αν έλθουν επενδύσει στη χώρα και αν η αγορά αρχίσει να κινείται και οι επαγγελματίες αντί να μειώνουν τις δραστηριότητές τους τις επεκτείνουν.
Πρέπει να γίνει κατανοητό τι όφελος θα έχει κάθε ελληνική οικογένεια, κάθε άνεργος και κάθε πολίτης. Μόνο έτσι θα δημιουργηθεί ένα κίνημα υπέρ της πολιτικής Μητσοτάκη, γιατί ο κάθε Έλληνας θα αναγνωρίζει στην πολιτική που εξαγγέλλει τον εαυτό του και το δικό του προσωπικό όφελος.
Είναι δεδομένο ότι βαδίζοντας προς το τέλος της τετραετίας και την τυπική έξοδο από το μνημόνιο, που θα έχει προηγηθεί, οι Ευρωπαίοι δανειστές, αν η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, θα γίνονται χαλαρότεροι. Άλλωστε και αυτοί θέλουν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα με το πρόβλημα που λέγεται «Ελλάδα», μιας και τα προβλήματα που έχουν αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Ευρώπης και κυρίως η άνοδος της ακροδεξιάς, δεν χωρούν αναβολή. Και αυτό είναι ένα δεδομένο που θα θελήσει να εκμεταλλευθεί ο κ. Τσίπρας.
Ο πρωθυπουργός γνωρίζει καλά ότι εκεί που πρέπει να στρέψει την προσοχή του είναι σε ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων (περίπου 26%), που δηλώνει αναποφάσιστο. Είναι ψηφοφόροι που διακατέχονται από αντιδεξιά σύνδρομα, δεξιοί που διακατέχονται από αντιμητσοτακικά σύνδρομα, αλλά και δύσπιστοι πολίτες, ψηφοφόροι που έχουν απογοητευθεί από τους πάντες. Όπως έδειξαν και οι γερμανικές εκλογές αυτούς τους ψηφοφόρους δεν πρέπει να τους θεωρεί κανείς δεδομένους, ούτε στις αναγωγές ψήφων, ούτε στην κάλπη. Πρέπει πρώτα να πεισθούν να πάνε να ψηφίσουν και δεύτερον να μη ξανακάνουν το ίδιο λάθος και να υποκύψουν στον λαϊκισμό. Είναι οι πιο δύσκολοι ψηφοφόροι και γι’ αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια. Δεν μπορείς να τους προσεγγίσει κανείς με ψέματα, γιατί έχοντας καεί από το χυλό θα φυσάνε και το γιαούρτι, αλλά δεν πρέπει και να τρομάξουν από προσεγγίσεις και εξαγγελίες που θα δικαιολογήσουν την πολεμική της κυβέρνησης περί «νεοφιλελευθερισμού» της ΝΔ.
Το βέβαιο είναι ότι εισερχόμεθα σε μια άκρως ενδιαφέρουσα πολιτική περίοδο. Η ΝΔ έχει όλα τα εχέγγυα για να πείσει αυτούς τους ψηφοφόρους. Αλλά για να επιτύχει μια μεγάλη και θριαμβευτική νίκη πρέπει να κρατήσει και τους δικούς της, τους παραδοσιακούς. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται η ΝΔ να ανοίξει ακόμα πιο πολύ τις θύρες της. Να μπουν όλοι μέσα και να έχουν ρόλο όσοι περισσότεροι γίνεται. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά που πέτυχε μέχρι σήμερα η ΝΔ σε καιρό πολιτικής ηρεμίας, το 47% του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και το 45% του Κώστα Καραμανλή, τα πέτυχε με την πολιτική της «ανοιχτής αγκαλιάς» από την πλευρά των προέδρων της. Μια πολιτική που δεν είχαν ενστερνιστεί βέβαια εξ αρχής, αλλά στην πορεία ακολούθησαν και βγήκε σε καλό για την παράταξη και για τη χώρα.
Ανάλογη πολιτική επιβάλλεται και σήμερα. Η ΝΔ πρέπει να γίνει μια «ανοιχτή αγκαλιά» για κάθε Έλληνα που πιστεύει ότι με την πολιτική της μπορεί να επανέλθει η ελπίδα στη χώρα. Μια «ανοιχτή αγκαλιά» που προϋποθέτει αυτό που έλεγε πάντα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το «περίσσευμα καρδίας» του ηγέτη της.