γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Αν κάποιος αλλοδαπός παρακολουθούσε την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της Εσθονίας και το Συνέδριο για την καταδίκη των εγκλημάτων του Ναζισμού και του Κομμουνισμού, θα σκεφτόταν ότι τα πολλά μνημόνια πείραξαν τη λογική και την κρίση των Ελλήνων.
Πώς είναι δυνατόν να έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα ένα θέμα με το οποίο δεν ασχολούνται ούτε οι πιο φανατικοί κομμουνιστές του κόσμου, ενώ ακόμη και το ΚΚΕ –που
περιλαμβάνεται σε αυτούς- κρίνει ότι δεν έχει κανένα λόγο να υπερασπιστεί τον Σταλινισμό, μιας και τα μεγαλύτερα και επαχθέστερα εγκλήματα του κομμουνισμού διεξήχθησαν εκείνη την περίοδο;
Κι όμως η κυβέρνηση Τσίπρα υπερασπίζεται μετά πάθους τον Στάλιν γιατί είναι η μοναδική ευκαιρία γι’ αυτήν να απευθυνθεί σε ένα ακροατήριο το οποίο σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα το έχει προδώσει, ακολουθώντας πολιτικές που καμία φιλελεύθερη ή συντηρητική κυβέρνηση στην Ελλάδα δεν είχε τολμήσει να ακολουθήσει.
Στην προσπάθειά της αυτή η κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρεί να επαναφέρει την πολιτική ρητορική στα επίπεδα του ’60 αδιαφορώντας όμως αν με αυτήν την πρακτική της διχάζει τον ελληνικό λαό. Άλλωστε ο τελικός στόχος της, ίσως, να είναι ακριβώς αυτός: να υψώσει διαχωριστικές γραμμές ώστε να ανακόψει την ευθεία διαρροή ψηφοφόρων που στις εκλογές του 2015 είχαν στηρίξει και ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, προς τη ΝΔ.
Θα πείτε «είναι δυνατόν κάποιος που ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσει τώρα ΝΔ;»
Ναι, είναι δυνατόν. Προσωπικά γνωρίζω πολλούς που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Με μια διαφορά: δεν θα ψηφίσουν ΝΔ. Θα ψηφίσουν Κυριάκο Μητσοτάκη. Και τούτο διότι πιστεύουν ότι ο Κυριάκος είναι το ακριβώς αντίθετο του Αλέξη. Ο Αλέξης είναι πλέον ο απόλυτος εκφραστής του ψεύδους στην πολιτική, ενώ ο Κυριάκος με τον προσεχτικό και μετρημένο λόγο του διεκδικεί τον τίτλο του απόλυτα ειλικρινούς.
Το προφίλ όμως αυτό δεν αρκεί για να εμπιστευθούν οι Έλληνες τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Χρειάζεται ταυτόχρονα να προβληθούν περισσότερο η ηγετικότητα του προέδρου της ΝΔ, τόσο στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, όσο και στο εσωτερικό του κόμματος, στο οποίο –κακά τα ψέματα- υπάρχουν παραδοσιακές δυνάμεις αμφισβήτησης της πολιτικής «ανοικτών θυρών» που ακολουθεί η νέα ηγεσία. Αλλά, επίσης, χρειάζεται να ληφθούν αποφάσεις που ίσως είναι επώδυνες, αλλά μόνο μέσω αυτών θα αποδειχθεί ότι και δύναμη και βούληση υπάρχει από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη για να μπει τέλος σε οποιαδήποτε σεναριολογία που θίγει την ιστορία και τις αρχές της παράταξης που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μπορεί να μας πει κάποιος- ο οποιοσδήποτε- τι κοινό σημείο μπορεί να βρεθεί μεταξύ της φιλελεύθερης ιδεολογίας της ΝΔ και των υποστηρικτών του Στάλιν;
Είναι χρέος λοιπόν της ΝΔ να επαναφέρει την πολιτική συζήτηση στο πλαίσιο των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Έλληνας, όπως είναι τα προβλήματα της υπερφορολόγησης και της ανεργίας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θέλει πάση θυσία να αποφύγει κάθε κουβέντα που αφορά τα μεγάλα προβλήματα του ελληνικού λαού, τα οποία τα δυόμισι τελευταία χρόνια επιδεινώθηκαν. Η ΝΔ δεν πρέπει να της κάνει το χατίρι. Οφείλει να θυμίζει κάθε μέρα στον ελληνικό λαό, ποιος είναι ο κ. Τσίπρας και ο κυβερνητικός του εταίρος. Πού παρέλαβαν και πού κατάντησαν την Ελλάδα, αλλά και πόσος κόπος και «αίμα» έχει καταβληθεί από τον ελληνικό λαό για να μπει η οικονομία σε μια πορεία που με πόνο κάποια στιγμή θα οδηγήσει εκεί που βρισκόμασταν το Γενάρη του 2015, πριν ο κ. Τσίπρας αναλάβει την εξουσία.
Ταυτόχρονα η ΝΔ οφείλει να καταθέσει προτάσεις που θα καταστήσουν το σχέδιό της για έξοδο από την κρίση πειστικό. Ο λαός στα τελευταία χρόνια έχασε κάθε εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς. Φρόντισε γι’ αυτό ο κ. Τσίπρας και προ εκλογών με τις υποσχέσεις του, αλλά και μετά τις εκλογές με τα σταλινικού τύπου μέτρα που έλαβε. Γιατί όντως τα μέτρα του θυμίζουν Στάλιν. Όχι μόνο γιατί καταστρέφουν κάθε προοπτική αναθέρμανσης και ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά γιατί εκμεταλλεύεται το πάθος για εξουσία μιας χούφτας ανθρώπων, «παίζει» μαζί τους αποσπώντας κάθε φορά το πολυπόθητο «ναι» στα σχέδιά του. Άλλωστε η υπό κοινοβουλευτικό μανδύα δική του ιδιότυπη «δικτατορία» του «ναι σε όλα», ακόμα και σε ζητήματα που δεν έχουν σχέση με την ιδεολογία της Αριστεράς και καμία Δεξιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να υιοθετήσει (βλέπε Υπερταμείο και δέσμευση της ελληνικής περιουσίας για 99 χρόνια) το μόνο που κάνει είναι να διαλύει και το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική και στους πολιτικούς.
Γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο η ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι τεράστια. Δεν έχει μόνο χρέος να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός κρίσης, έχει χρέος να οδηγήσει και τους πολίτες, ξανά, εντός πολιτικής. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί με πολιτικές αποφάσεις αλλά με αξιόπιστε πολιτικές προτάσεις, που θα προσδώσουν κύρος στον ίδιο και θα του εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη ενός προδομένου λαού, που δεν έχει απλά ανάγκη από πολιτική καθοδήγηση, αλλά από ενότητα και ομοψυχία, που, φυσικά, δεν εξασφαλίζουν τα εμφυλιοπολεμικά κηρύγματα του κ. Κοντονή και της κυβέρνησης Τσίπρα. Και βέβαια είναι σίγουρο ότι με λογικές ενός θλιβερού χθες δεν χτίζεται ένα ελπιδοφόρο αύριο.