γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Στην ιστορία των λαών υπάρχουν τρία ήδη ηγετών. Οι σωτήρες, οι ριζοσπάστες και οι απλοί οι διαχειριστές.
Σήμερα, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα, το μόνο που δεν έχει ανάγκη η χώρα μας είναι η τελευταία κατηγορία. Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από διαχειριστή της μιζέρια της αυτή τη στιγμή. Το αντίθετο χρειάζεται. Σήμερα, παρά ποτέ, χρειάζονται επαναστατικές αλλαγές και ανατροπή όσων μας οδήγησαν- κυρίως των νοοτροπιών- στο έσχατο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
Άρα η κατηγορία των διαχειριστών δεν μας αφορά.
Η Ελλάδα χρειάζεται σωτήρα; Αν υπό την έννοια του σωτήρα εννοούμε ότι η χώρα μας χρειάζεται κάποιον θαυματοποιό που θα μετατρέψει την ύφεση σε ανάπτυξη, σίγουρα όχι. Δεν τον χρειαζόμαστε γιατί και να πραγματοποιήσει αυτό το θαύμα, είναι βέβαιο ότι θα είναι προσωρινό, μιας και η οικονομία μας για να αντέξει στον σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό χρειάζεται πολύ δουλειά και γερές βάσεις.
Επίσης σπανίως οι «σωτήρες» προσφέρουν πραγματική σωτηρία. Δεν υπάρχουν πολλοί Καραμανλήδες ή Ελ. Βενιζέλοι. Άλλωστε κι αυτοί εκ των πραγμάτων αναδείχθηκαν σε σωτήρες (δεν αυτοπροβλήθηκαν σε κάτι τέτοιο), αφού οι προκάτοχοί τους «σωτήρες» είχαν προκαλέσει καταστροφή. Αντίθετα όλοι όσοι εμφανίσθηκαν να διεκδικούν την εξουσία – και να την καταλαμβάνουν- ως σωτήρες, αποδείχθηκαν σκέτη καταστροφή. Πιο τρανή απόδειξη από τον σημερινό πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, δεν υπάρχει στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Έταξε ότι θα μας σώσει και μας βύθισε σε μεγαλύτερη κρίση. Έταξε ότι θα σκίσει τα μνημόνια κι έφερε κι άλλα. Έταξε σεισάχθεια και κάνει κατασχέσεις. Έταξε ανάπτυξη και έφερε ύφεση. Έταξε αυξήσεις μισθών και συντάξεων και επέβαλε περικοπές.
Συνεπώς εκείνο που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα είναι μια ριζοσπαστική διακυβέρνηση από έναν πρωθυπουργό που θα έχει διαγράψει από το λεξιλόγιό του δύο λέξεις. Τις λέξεις «πολιτικό κόστος».
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε η Ελλάδα θέλει νοικοκύρεμα μέσα από ριζοσπαστικές αποφάσεις. Αντιλήψεις και νοοτροπίες του χθες που οδήγησαν τη χώρα στο θλιβερό σήμερα, δεν μπορούν να οικοδομήσουν ένα αισιόδοξο και ασφαλές μέλλον.
Σήμερα η Ελλάδα έχει ανάγκη από έναν πρωθυπουργό ριζοσπάστη, ο οποίος χωρίς φανφάρες θα προχωρήσει σε ανατροπές και θα βάλλει γερά θεμέλια στην οικοδόμηση της νέα Ελλάδας. Πριν συμπληρώσουμε το ¼ του 21ου είναι ανάγκη, κοιτάζοντας κατάματα την πραγματικότητα, να εργαστούμε σκληρά ως λαός για να δημιουργήσουμε ένα υγιές μέλλον για τα παιδιά μας. Χρειαζόμαστε πρωθυπουργό που θα παίρνει αποφάσεις και όχι πρωθυπουργό που θα συνδιαλέγεται αενάως με τον περίγυρό του για να παρακάμψει υποχρεώσεις που ο ίδιος έχει αναλάβει.
Το μοντέλο Τσίπρα απέτυχε. Το παραδέχθηκε ακόμα και ο λαϊκιστής Μελανσόν, στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ εθελόδουλα προσέφερε τη στήριξή του, παραβλέποντας την απαξίωση που υπέστη ο πρόεδρός του από τον υποψήφιο της γαλλικής Αριστεράς.
Το μοντέλο Μητσοτάκη, έρχεται. Για να επιτύχει όμως πρέπει να πείσει πάνω από όλα ότι είναι κάτι διαφορετικό από το μοντέλο Τσίπρα. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει πείσει ότι πρεσβεύει κάτι διαφορετικό και γι’ αυτό άλλωστε ψηφίσθηκε από την ελληνική κοινωνία και από αουτσάιντερ, έγινε θριαμβευτής. Η ΝΔ όμως, ως κόμμα, πρέπει να πείσει ότι έχει απαλλαγεί από νοοτροπίες που την έφεραν λίγο να απέχει από το ΠΑΣΟΚ και να αποδείξει ότι το αφήγημά της για έξοδο από την κρίση είναι τελείως διαφορετικό.
Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να πείσει ότι η ΝΔ, υπό την ηγεσία του, εκφράζει έναν διαφορετικό κόσμο, μια διαφορετική φιλοσοφία και μια διαφορετική πρακτική από εκείνη που εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με λόγια ή θεωρίες. Πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους τρόπους και συγκεκριμένη πρακτική.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως ήρεμη δύναμη και ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής, θα έχει μια και μόνη ευκαιρία, αν κάνει τις σωστές επιλογές σε πρόσωπα κι έχει δίπλα του συνεργάτες που κι αυτοί δεν γνωρίζουν την έννοια του πολιτικού κόστους, να γράψει ιστορία.
Το έργο του είναι ομολογουμένως δύσκολο. Απευθυνόμενος σε ένα λαό που αναζητεί σωσίβιο και σωτήρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να δημιουργήσει την ελπίδα της λογικής και του ρεαλισμού. Να προτείνει και να υλοποιήσει αυτά που πρέπει να γίνουν και αυτά είναι, ίσως, δυσάρεστα και διαμετρικά αντίθετα από αυτά που θα θέλαμε να γίνουν. Όλοι όμως ξέρουμε ότι στην Ελλάδα έχει φθάσει η ώρα του «πρέπει». Δεν πρέπει να κάνει πίσω. Και αν δεν κάνει πίσω, τότε είναι βέβαιο ότι ο ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής θα μεταβληθεί σε πραγματική ελπίδα και πραγματικό σωτήρα. Αποκλειστικά στο δικό του χέρι θα είναι μετά τις εκλογές και η σωτηρία της Ελλάδος, αλλά και η έξοδος της Ελλάδος από τα κάθε λογής μνημόνια.