γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Κάθε δημοψήφισμα εμπεριέχει το σπέρμα του διχασμού του λαού, καθώς αυτός καλείται να πάρει αποφάσεις μεταξύ ενός «ναι» ή «όχι» που σε άλλες περιπτώσεις η πολιτική του ηγεσία δεν έχει τη δύναμη να λάβει, όπως έγινε στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα παρωδία του κ. Τσίπρα, ή που σε άλλες περιπτώσεις η πολιτική ηγεσία θέλει να νομιμοποιήσει, όπως στην περίπτωση Ερντογάν.
Δεν πρόκειται να εξετάσουμε τον τρόπο που έγινε το δημοψήφισμα στην Τουρκία όπου όποιος υποστήριζε το «όχι» κινδύνευε να χαρακτηρισθεί προδότης, ούτε με το ρόλο που έπαιξε στην τουρκική επαρχία με εκφοβισμούς και πιέσεις η στρατοφυλακή, αλλά ούτε και με την ένσταση της αντιπολίτευσης ότι τα ασφράγιστα αποτελέσματα που ξεπέρασαν τα
δύο εκατομμύρια ήταν αυτά που έδωσαν την οριακή νίκη στον Ερντογάν. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί ως Έλληνες είναι το νέο κράτος που δημιουργεί στα ανατολικά σύνορά μας ο Ερντογάν και η θέση της Ελλάδος στο νέο σκηνικό.
Η πρώτη εξαγγελία του Τούρκου Προέδρου μετά το δημοψήφισμα ήταν η επαναφορά της θανατικής ποινής. Η εξέλιξη αυτή δείχνει τις προθέσεις του να απομακρυνθεί από την ευρωπαϊκή Δύση. Η εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού δρόμου της Τουρκίας είναι βέβαιο ότι ανοίγει το δρόμο για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που ίσως εξελίξει την Άγκυρα σε έναν ακόμα πιο επικίνδυνο γείτονα.
Μέχρι σήμερα η Ελλάδα στήριζε ανεπιφύλακτα την ευρωπαϊκή επιλογή της Τουρκίας, πιστεύοντας πάντα ότι μια ευρωπαϊκή Τουρκία δεν θα αποτελούσε απειλή για τη χώρα μας. Ωστόσο μια Τουρκία που θα βλέπει ως αντίπαλο την Ευρώπη, θα βλέπει και ως αντίπαλο και τα κράτη που συναποτελούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, δηλαδή και την Ελλάδα.
Λογικά αυτή η εξέλιξη και το γεγονός ότι στις παρυφές της Ευρώπης αναπτύσσεται ένα νέο οθωμανικό κράτος, με έντονα θεοκρατικά στοιχεία το οποίο έχει επικεφαλής έναν ηγέτη με ακόρεστη δίψα για εξουσία που την επομένη της πύρρειας νίκης του επισκέπτεται τον τάφο του Μωάμεθ του Πορθητή, δείχνει και την αντίληψή του για το πώς θα διαχειριστεί την εξουσία που υπέκλεψε από τον λαό.
Το νέο σκηνικό είναι σαφές ότι επιβάλλει στην Ευρώπη, να επανεξετάσει τις σχέσεις της με την Τουρκία. Ζητήματα ανοικτά όπως το μεταναστευτικό λαμβάνουν άλλη διάσταση πλέον για την Ευρώπη η οποία πρέπει να αναζητήσει λύσεις μιας και θα ήταν ανόητο από μέρους της να παραμένει όμηρος του Ερντογάν στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ο επανακαθορισμός των σχέσεων όμως της Ευρώπης με την Τουρκία μοιραία φέρνει στην επιφάνεια και το ρόλο που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα στο νέο αυτό σκηνικό, ως ο πιο κοντινός γείτονας της Ευρώπης με την Τουρκία.
Ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η χώρα μας μπορεί να είναι σημαντικότερος του σημερινού. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει από μια χώρα επαίτη. Η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας, πρέπει να μιλά από θέση ισχύος και ως ο άμεσα ενδιαφερόμενος.
Την ξεχωριστή θέση και αξία όμως της Ελλάδος πρέπει να την αντιληφθεί και η ίδια η Ευρώπη. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει η πολιτική ηγεσία της χώρας μας να το καταστήσει σαφές και κατανοητό σε όλους τους τόνους. Αλλά εδώ προκύπτει το ερώτημα: Πόση σημασία μπορεί να δώσουν οι Ευρωπαίοι σε έναν πρωθυπουργό που άλλα συνεννοούνται και άλλα πράττει; Πόση σημασία μπορούν να δώσουν σε κάποιον που θεωρείται μαζί με την Λεπέν και τον Πέπε Γκρίλο ως η προσωποποίηση του λαϊκισμού στην Ευρώπη;
Υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην γειτονιά μας είναι προφανές ότι, τώρα περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα χρειάζεται αξιόπιστη και ισχυρή πολιτική ηγεσία, προσηλωμένη στον μοναδικό σύμμαχο που μπορεί να έχει η χώρα μας, στην Ευρώπη, στην οποία δεν πρέπει να είναι παρίας αλλά σταθερή και ισχυρή δύναμη.
Ίσως στην περίπτωση της Ελλάδος ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» και οι εξελίξεις στη γείτονα χώρα δίνουν μια ευκαιρία στην Ελλάδα να αναβαθμίσει το ρόλο της στην περιοχή.
Το βέβαιο είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει από την παρούσα κυβέρνηση, για τον απλούστατο λόγο γιατί οι Ευρωπαίοι την θεωρούν ένα αναγκαίο κακό που υπηρετεί απλά τα συμφέροντα μια κακής αντίληψης μερίδας των δανειστών για την περιοριστική πολιτική που πρέπει να επιβληθεί. Και είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έχει μεταβληθεί στην πιο μνημονιακή κυβέρνηση που πέρασε από το 2010 και μετά. Και οι δανειστές θεωρούν επιτυχία της ότι περνά τα πάντα, και όταν λέμε τα πάντα κυριολεκτούμε, χωρίς να ανοίξει μύτη! Πώς μπορεί λοιπόν ο υπάκουος μαθητής να επιβάλει μια πολιτική που θα υπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας του;
Τώρα λοιπόν η Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της ιστορίας της, χρειάζεται ισχυρή και αξιόπιστη πολιτική ηγεσία. Μια πολιτική ηγεσία που δεν θα είναι ο «φτωχός συγγενής» της Ευρώπης, αλλά μια δυνατή φωνή προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων. Μια πολιτική ηγεσία που θα πιστεύει στην έννοια και στις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης και δεν θα έχει αγωνιστεί για τη διάλυσή της. Μια πολιτική ηγεσία που θα βγάλει τάχιστα τη χώρα από την κρίση και θα της δώσει την αξιοπιστία που επιβάλλεται στο διεθνές στερέωμα.
Πέρα από τα οικονομικά, ίσως αυτός είναι πλέον ο ισχυρότερος λόγος για να γίνουν πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα.