του Γιώργου Κοντογιάννη.
Η
πρεμούρα του κ. Τσίπρα να ανοίξει ξαφνικά το ζήτημα του εκλογικού νόμου
και της αναθεώρησης του Συντάγματος, έχει ως στόχο να αλλάξει την
ατζέντα της επικαιρότητας. Δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζει τα θέματα
της υπερφορολόγησης και της καθημερινότητας ως πρώτο θέμα. Ξέρει ότι του
στοιχίζουν πολύ τόσο σε δημοφιλία όσο και σε ποσοστά.
Αντίθετα
προβάλλοντας τα θέματα εκλογικού νόμου και της αναθεώρησης του
Συντάγματος, δημιουργεί εκείνος ατζέντα την οποία αναγκαστικά ακολουθούν
τα ΜΜΕ.
Τι
θα κερδίσει από αυτό; Πολλά και τίποτα. Αλλά κατά βάση κερδίζει χρόνο.
Και ξέρει καλά ότι στην πολιτική όσο κερδίζεις χρόνο όλο και κάτι μπορεί
να συμβεί που ίσως μπορέσεις να το αξιοποιήσεις.
Με
τις πρωτοβουλίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος ενισχύει και
προβάλλει το ηγετικό προφίλ του το οποίο στις δημοσκοπήσεις βλέπει να
τσαλακώνεται από τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όπως και σε
κάθε αναμέτρηση στη Βουλή. Το κάνει για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους
και όχι για λόγους ουσίας. Και αυτό φαίνεται γιατί από τις προτάσεις του
λείπουν βασικά άρθρα που χρειάζονται αναθεώρηση όπως το 16 που αφορά
στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Είναι
βέβαιο ότι με τις προτάσεις του ο κ. Τσίπρας θα επιχειρήσει να περάσει
αλλαγές που θα προσφέρουν ιδεολογική… ικανοποίηση στους ψηφοφόρους του,
θέτοντας παράλληλα τα θεμέλια ενός κράτους σύμφωνα με τις δικές του
ιδεοληψίες από τις οποίες δεν έχει ακόμη καταφέρει να ξεφύγει.
Παράλληλα
ξεκινά πρωτοβουλίες για αλλαγή του εκλογικού νόμου. Πρόκειται για τον
νόμο που προσέφερε τη νίκη σε δύο εκλογές στον κ. Τσίπρα. Πρόκειται για
έναν νόμο που ενισχύσει το πρώτο κόμμα, γιατί ως στόχο έχει να δίνει στη
χώρα κυβερνήσεις, αφαιρώντας έδρες από το δεύτερο κόμμα.
Τώρα
που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεύτερο κόμμα ο κ. Τσίπρας δεν θέλει απλώς να
περιορίσει τις φθορές σε έδρες αλλά ξεπερνώντας ακόμα και τα τεχνάσματα
που είχε κάνει το 1989 ο Κουτσόγιωργας, να δώσει τη δυνατότητα στο
δεύτερο κόμμα να κάνει κυβέρνηση, αν συνεργάζεται με άλλα, αδελφά
κόμματα!
Μάλιστα
θέλοντας να εξασφαλίσει το… μέλλον του, επιδιώκει την αλλαγή του
εκλογικού νόμου από τις προσεχείς εκλογές, αλλά γι’ αυτό απαραίτητη
προϋπόθεση είναι η πρότασή του να ψηφισθεί από 200 βουλευτές, κάτι το
οποίο φαίνεται δύσκολο, εκτός κι αν συνεργασθεί με τη Χρυσή Αυγή!
Όλα
αυτά βέβαια είναι ζητήματα που έχουν σχέση με τη λειτουργία της
δημοκρατίας. Και αν η δημοκρατία λειτουργεί σωστά δίνεται η δυνατότητα
σε ένα υγιές κυβερνητικό σχήμα να προσφέρει στη χώρα πολλά.
Ποιο
όμως αυτά τα κεφαλαιώδη για τη λειτουργία της δημοκρατίας ζητήματα
απασχολούν τον μέσο Έλληνα μισθωτό ή συνταξιούχο που αγωνιά για το πώς
θα πληρώσει τα χρέη του και πώς θα εξασφαλίσει τα βασικά για την
οικογένειά του ή τα άνεργα παιδιά του;
Πόσο
μπορούν να ενδιαφέρουν τον συνταξιούχο που δεν έχει να πάει στο γιατρό ή
να αγοράσει τα φάρμακά του και τώρα βλέπουν να του κόβουν και το ΕΚΑΣ;
Πόσο
ενδιαφέρουν τους νέους που παλεύουν να επιβιώσουν σε ένα καθεστώς
μόνιμης ανεργίας και δεν μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον τους;
Πόσο ενδιαφέρουν τον επαγγελματία που αναγκάζεται να κλείσει την επιχείρησή του και να απολύσει οικογενειάρχες υπαλλήλους;
Πόσο
ενδιαφέρει κάθε φορολογούμενο που καλείται να πληρώσει διπλούς φόρους
κι έναν ΕΝΦΙΑ που θεωρητικά θα καταργούσε ο κ. Τσίπρας εδώ κι ενάμιση
χρόνο;
Η
απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι προφανής: Καθόλου δεν ενδιαφέρουν οι
αλλαγές στο σύνταγμα και στον εκλογικό νόμο τον Έλληνα φορολογούμενο.
Η
ΝΔ στην ατζέντα που προσπαθεί να κατεβάσει ο πρωθυπουργός οφείλει να
καταθέσει τις δικές της προτάσεις, πολύ περισσότερο αφού ο Κυριάκος
Μητσοτάκης σε ουδέτερο πολιτικά χρόνο ήταν ο πρώτος που είχε θέσει το
ζήτημα.
Οφείλει
όμως η ΝΔ να μην εγκαταλείψει τη δική της ατζέντα θεμάτων που έχουν
άμεση σχέση με τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι
πολίτες και η ελληνική οικονομία. Και αυτό δεν είναι απλά η αναγκαία
πολιτική κίνηση που θα της δώσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Είναι το
χρέος της απέναντι στην ελληνική κοινωνία που δοκιμάζεται βάναυσα από
την χειρότερη κυβέρνηση που γνώρισε η χώρα στη μεταπολιτευτική ιστορία
της.