του Γιώργου Κοντογιάννη.
Τη
στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται, με υπαιτιότητά της, στο πιο κρίσιμο
σημείο της διαπραγμάτευσης και η εικόνα που πρέπει να εκπέμψει η χώρα
είναι ότι υπάρχει εθνική ενότητα και στήριξη της κυβέρνησης για να
κλείσει, επιτέλους, συμφωνία με τους δανειστές, το ελληνικό πολιτικό
σκηνικό παίρνει φωτιά σε μια περίεργη συμφωνία σύγκρουσης και
μισαλοδοξίας.
Αν το σκηνικό στην Ευρώπη δεν ήταν τόσο αρνητικό για την Ελλάδα, θα
έλεγε κανείς ότι χθες το βράδυ στη Βουλή ζήσαμε ένα σκηνικό
προγραμματισμένης έντασης τόσο από την πλευρά του Πρωθυπουργού όσο και
από την πλευρά του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Με την εισήγησή του ο Πρωθυπουργός έβαλε φωτιά στο σκηνικό
χαρακτηρίζοντας ουσιαστικά φερέφωνα των δανειστών τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που
συγκυβερνούσαν, κι ενώ όλοι αναμέναμε να ζητήσει συναίνεση σε τόνους
ανάλογους με την ομιλία του της 25ης Μαρτίου στο Πανεπιστήμιο, ύψωσε
διαχωριστικές γραμμές λέγοντας ουσιαστικά ότι όποιος δεν είναι μαζί του
είναι με τους αντιπάλους της Ελλάδος. Παράλληλα ενέπλεξε στην ομιλία του
και επικρίσεις για τον σύμβουλο του κ. Σαμαρά, τον κ. Παπασταύρου, του
οποίου το όνομα περιλαμβάνεται στη λεγόμενη λίστα Λαγκάρντ.
Ο κ. Σαμαράς απάντησε σε ανάλογο ύφος και τόνο υποστηρίζοντας ότι δεν
μπορεί να δώσει τη συναίνεσή του ενώ καθυβρίζεται και ενέπλεξε στην
ομιλία του την υπόθεση Κατρούγκαλου. Ενώ επικαλέσθηκε τον… ανδρισμό
του για να πείσει ότι ο κ. Παπασταύρου είναι καθαρός, γεγονός που έδωσε
το έναυσμα στην Πρόεδρο της Βουλής να… «μαρσάρει» κάνοντας λόγο για
σεξιστικά σχόλια και για ρατσισμό!!!
Ήλθε και το αίτημα του κ. Κατρούγκαλου να μιλήσει επί προσωπικού, η ΝΔ
δια του κ. Μεϊμαράκη αρνήθηκε και απείλησε να αποχωρήσει και εκεί το
σκηνικό πήρε «φωτιά», με αποτέλεσμα η ΝΔ να αποχωρήσει από τη
συνεδρίαση.
Το ερώτημα είναι από όλο αυτό το σκηνικό ποιος βγήκε κερδισμένος; Η
απάντηση είναι «όχι πάντως η Ελλάδα που έχει ανάγκη τη συναίνεση και την
εθνική συναννόηση περισσότερο από κάθε άλλη φορά».
Κερδισμένοι βγήκαν τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και ο κ. Σαμαράς. Σε μια
περίοδο που και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί – ο καθένας για άλλους λόγους-
αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο εσωτερικό των κομμάτων τους, η χθεσινή
ένταση είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει συσπείρωση στα κόμματά τους.
Στη ΝΔ είναι λογικό να επικρατήσει πλέον η τάση εκείνη των διαφωνούντων
που θέλει οι οποιεσδήποτε εξελίξεις στο εσωτερικό του κόμμα της
Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να μετατεθούν μετά τη σύναψη συμφωνίας από
την Κυβέρνηση με του δανειστές, με το επιχείρημα ότι ο κ. Σαμαράς θα
τους κατηγορήσει ότι προτάσσουν προσωπικές φιλοδοξίες τη στιγμή που η ΝΔ
θα πρέπει να είναι ενωμένη και δυνατή.
Αλλά ένα κόμμα είναι κυρίως ενωμένο και δυνατό χάρη στις ενέργειες και
τις πρωτοβουλίες του ηγέτη του και όχι των στελεχών του.
Αλλά το ερώτημα που προκύπτει είναι αν όντως ο συγκεκριμένος αρχηγός μπορεί να διατηρήσει ενωμένη και δυνατή τη ΝΔ.
Η απάντηση έρχεται και πάλι από τη χθεσινή επικαιρότητα. Από
δημοσκόπηση που έκανε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας για τον ΣΚΑΙ προκύπτει
ότι μέσα σε δύο μήνες ο κ. Σαμαράς έπεσε σε δημοτικότητα στο 13%
απέχοντας 56,5% από τη δημοτικότητα του κ. Τσίπρα.
Αυτό σημαίνει όμως πως ούτε οι μισοί από τους ψηφοφόρους του εκλογικού
σώματος που τον εμπιστεύθηκαν στις τελευταίες εκλογές (28%) δεν τον
εμπιστεύονται σήμερα.
Η συνεχής και ραγδαία πτώση της δημοτικότητας του κ. Σαμαρά είναι
φυσικό να συμπαρασύρει και τη ΝΔ αφού ο πρώην πρωθυπουργός ταυτίζει την
παρουσία του στην ηγεσία του κόμματος με την πολιτική σταθερότητα και
την δικαίωσή του για όσα έπραξε από το 2012 και εντεύθεν. «Δεν πρέπει το
κόμμα να ταυτίζει την τύχη του με την τύχη του αρχηγού του», τόνιζε ο
ιδρυτής της ΝΔ Κωνσταντίνος Καραμανλής και εξηγούσε ότι «δεν επιτρέπεται
το κόμμα να επωμίζεται τα σφάλματα και τα ατυχήματα του αρχηγού του».
Στην προκειμένη περίπτωση ο κ. Σαμαράς βέβαια πράττει ακριβώς το
αντίθετο. Ταυτίζει την επιθυμία του για δικαίωσή του με την πορεία του
κόμματος, αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι η κοινωνία που εκλέγει
κυβερνήσεις, κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αντιληφθεί η ηγετική ομάδα της ΝΔ πρέπει να
το αντιληφθούν τα στελέχη της και να προχωρήσουν, έστω μετά την
υπογραφή της συμφωνίας κυβέρνησης – δανειστών, στις ενέργειες εκείνες
που θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο στο εσωτερικό της ΝΔ.
Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι οποιαδήποτε και αν είναι τα αποτελέσματα
της κυβερνητικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα και η δημοκρατία
χρειάζονται όσο πιο ισχυρή γίνεται τη ΝΔ. Ο λαός την έταξε στη θέση της
Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, κυρίως για τα λάθη και τις παραλείψεις που
έκανε αλλά και για τις άστοχες αποφάσεις που έλαβε στα φορολογικά, κατά
την περίοδο που ήταν κυβέρνηση, από το 2012 και μετά. Οφείλει να
αναζητήσει τα λάθη της και να ανανεωθεί. Να ξεφύγει από τα πρόσωπα που
κούρασαν ή και προκάλεσαν τον ελληνικό λαό.
Ισχυρή ΝΔ δεν σημαίνει ένα κόμμα συμπαγές της τάξεως του 15% ή 20%,
αλλά ένα κόμμα με ενιαίο πρόγραμμα και κυβερνητική προοπτική που θα
δώσει ξανά ελπίδα στους Έλληνες. Και αυτό δεν μπορεί να το επιτύχει η
απομόνωση σε μια μερίδα της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς», η οποία ως τάση
είναι μεν ισχυρή στο κόμμα αλλά δεν μπορεί να δώσει την ποθητή
πλειοψηφία για να μπορέσει η ΝΔ να κερδίσει την πλειοψηφία των πολιτών
και να γίνει και πάλι κυβέρνηση. Οι πλειοψηφίες δημιουργούνται μέσα από
συλλογικότητες, συνθέσεις και όχι από περιχαρακώσεις και αποκλεισμούς.
Αλλά οι πλειοψηφίες δημιουργούνται κυρίως με τον ρεαλισμό και την
προάσπιση της αλήθειας από πρόσωπα άφθαρτα που μπορούν να ενώσουν και
όχι να διχάσουν.
Όλα αυτά πιστεύω τα έχουν υπ’ όψιν τους τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ που
φιλοδοξούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του
μέλλοντος ενός κόμματος που για να συσπειρώσει τη βάση του έδινε τις
μάχες του μέσα στο Εθνικό Κοινοβούλιο και δεν αποχωρούσε στην πρώτη ρήξη
με το κομματικό προεδρείο.