Του Γιώργου Κοντογιάννη
Οι
συναντήσεις που θα έχει την Πέμπτη το βράδυ στις Βρυξέλλες ο κ. Τσίπρας
(πενταμερής) και η κατ’ ιδίαν συνάντηση που θα έχει τη Δευτέρα στο
Βερολίνο με την κυρία Μέρκελ, είναι καθοριστικές για το μέλλον της Ελλάδος στην ευρωζώνη.
«Τώρα παίζονται όλα», ανέφερε
κυβερνητικός παράγοντας για να επισημάνει την κρισιμότητα της
κατάστασης. Μιας κατάστασης, όμως, στην οποία περιέπεσε η χώρα μας λόγω
μιας σειράς άστοχων χειρισμών της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ
όχι τόσο σε επίπεδο πράξεων και αποφάσεων, όσο σε επίπεδο δηλώσεων.
Αλλά και πάλι, δηλώσεων όχι σε κορυφαίο επίπεδο, δηλαδή πρωθυπουργών,
καγκελαρίων, προέδρων κλπ, αλλά σε επίπεδο υπουργών.
Το ερώτημα βέβαια αυτές τις κρίσιμες ώρες δεν είναι «τις πταίει;» ή «τι φταίει;», αλλά «και τώρα τι γίνεται;».
Δυστυχώς τα σενάρια για έξοδο της Ελλάδος από την ευρωζώνη ή για κάποιο ατύχημα που θα οδηγήσει νομοτελειακά στην έξοδο, κυριαρχούν
σε όλα τα, οικονομικά και μη, ρεπορτάζ όλων των μέσων ενημέρωσης σε
ολόκληρο τον κόσμο. Και δυστυχώς, το κλίμα που εξ αυτού του λόγου
διαμορφώνεται επηρεάζει την πραγματική οικονομία και το χρηματιστήριο,
ενώ έχει ρίξει την αξιοπιστία της χώρας στο ναδίρ.
Ταυτόχρονα στο εσωτερικό της χώρας οι άκριτες φιλοπολεμικές κραυγές σε βάρος των δανειστών μας και οι υπερπατριωτικές και εθνικολαϊκές κορώνες που προέρχονται είτε από την ηγεσία των ΑΝΕΛ είτε από κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ αυτών και η Πρόεδρος της Βουλής, δημιουργούν ένα επικίνδυνο κλίμα που τείνει να γίνει ανεξέλεγκτο. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούν την εντύπωση ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε ρήξη με τους εταίρους και δανειστές μας.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό πραγματοποιείται η πενταμερής αλλά και η συνάντηση με την κυρία Μέρκελ.
Την
συνάντηση της Δευτέρας στο Βερολίνο την πρότεινε η ίδια η κυρία Μέρκελ.
Και σύμφωνα με την μέχρι σήμερα τακτική της ο κ. Τσίπρας, ο οποίος την
απεδέχθη ασμένως και καλά έκανε, γνώριζε ότι στο γραφείο της γερμανίδας
Καγκελαρίου θα έβρισκε ένα πακέτο προτάσεων με την επισήμανση “take it or leave it”.
Το ίδιο έκανε η κυρία Μέρκελ με τον Γιώργο Παπανδρέου, το ίδιο έκανε με
τον Αντώνη Σαμαρά το ίδιο φιλοδοξούσε να κάνει και με τον Αλέξη Τσίπρα,
αφού έβλεπε ότι η εκκρεμότητα που ακούει στο όνομα «Ελλάς» μόνο κακό
κάνει στη σταθερότητα της ευρωζώνης.
Ο κ. Τσίπρας που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να βρεθεί προ τετελεσμένων ενώπιον της κυρίας Μέρκελ,
ζήτησε, ευφυώς –και πέτυχε- την πραγματοποίηση της πενταμερούς,
υπολογίζοντας ότι εκεί θα διεξαχθεί πολιτική διαπραγμάτευση στην οποία
θα έχει εν δυνάμει συμμάχους του έναντι στην αδιαλλαξία της κυρίας
Μέρκελ τουλάχιστον τον κ. Γιούνκερ και τον κ. Ολάντ. Η
πρότασή του μάλιστα να μετάσχει οπωσδήποτε και ο Γάλλος Πρόεδρος δίνει
πόντους στον κ. Ολάντ, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με το κύμα της
εκλογικής ανόδου της ακροδεξιάς κυρίας Λεπέν, εν όψει των εκλογών της
Κυριακής, αφού μια μικρή αλλά σημαντική χώρα όπως η Ελλάδα τον
αναγνωρίζει ως έναν εκ των δύο Ευρωπαίων ηγετών που μπορούν να βοηθήσουν
στην επίλυση της κρίσης που μαστίζει τη χώρα.
Το
γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας ζήτησε η πενταμερής (που έγινε επταμερής) να
γίνει πριν τη συνάντηση της Δευτέρας στο Βερολίνο, δείχνει ότι ο
Έλληνας Πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να πάει στην κατ’ ιδίαν
συνάντηση με την κυρία Μέρκελ έχοντας επιτύχει μια πολιτική συμφωνία η
οποία θα δεσμεύει και την ίδια τη γερμανίδα Καγκελάριο αφού και αυτή θα μετέχει στη σύσκεψη της πενταμερούς, στις Βρυξέλλες.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός πριν από λίγες ημέρες στο Παρίσι είχε μιλήσει για πρώτη φορά για έντιμο συμβιβασμό. Σήμερα (Τετάρτη) στην ελληνική Βουλή είπε ότι στην κυβέρνησή του δεν περνούν οι εκβιασμοί, με αφορμή την δήλωση του εκπροσώπου της Κομισιόν κ. Κοστέλο, ότι το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης είναι μονομερής ενέργεια που δεν είναι συμβατή με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Μάλιστα ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι η υπερψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου υψώνει τείχος κυριαρχίας και αξιοπρέπειας στη χώρα μας.
Την ίδια ώρα ο κ. Νταησελμπλουμ με τις απαράδεκτες δηλώσεις του ότι «τελειώνει ο χρόνος για την Ελλάδα» ή ότι εξετάζεται και για την Ελλάδα σενάριο Κύπρου σε ό,τι αφορά στις καταθέσεις, δημιουργεί κλίμα πανικού και πλήθος αρνητικών σεναρίων για το τι μπορεί να ακολουθήσει.
Θεωρώντας
ότι ο κ. Τσίπρας μεταβαίνει στην πενταμερή που ο ίδιος ζήτησε για να
βρει λύση και όχι για να τους ανακοινώσει στους Ευρωπαίους ηγέτες τη
ρήξη της Ελλάδος με τους δανειστές της, η λογική εκτίμηση είναι ότι ο
Έλληνας Πρωθυπουργός θα επιδιώξει τον έντιμο συμβιβασμό.
Οι
επιλογές του άλλωστε είναι ή ένα πιστωτικό γεγονός που κανείς δεν ξέρει
πού θα οδηγήσει ή να επιμείνει για μια λύση που θα περιλαμβάνει
αξιολόγηση μετά από νέες μεταρρυθμίσεις, άρση της απαγόρευσης
χρηματοδότης και καταβολή των 1,9 δις των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα
από την ΕΚΤ.
Το
μεγαλύτερο ατού όμως του κ. Τσίπρα είναι ο φόβος των Αμερικανών για
διασάλευση της σταθερότητας στην περιοχή, γεγονός που, όπως πολλοί
υποστηρίζουν, θα έχει γεωστρατηγικές αρνητικές επιπτώσεις για τα
συμφέροντα τόσο των ΗΠΑ όσο και άλλων δυτικών χωρών. Εξ ου και το τηλεφώνημα του κ. Ομπάμα στην κυρία Μέρκελ και οι συστάσεις του για εξεύρεση συμβιβαστική λύση.
Βέβαια
έντιμος συμβιβασμός σημαίνει υποχωρήσεις και δεσμεύσεις για αποφάσεις
που πιθανότατα θα προκαλέσουν τριγμούς στο εσωτερικό των κομμάτων
που στηρίζουν την Κυβέρνηση. Εκεί ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι θα
αντιμετωπίσει πραγματικό πρόβλημα. Όχι τόσο από του ΑΝΕΛ που λόγω
της συμμετοχής στην διανομή της κυβερνητικής πίτας εμφανίζονται
πρόθυμοι «να βαφτίσουν το κρέας ψάρι», ούτε ίσως από τον κ. Λαφαζάνη,
επικεφαλής της Αριστερής Πλατφόρμας που κατά καιρούς μέσω της
ιστοσελίδας iskra, ασκεί έντονη κριτική στις επιλογές της κυβέρνησης.
Και σε αυτήν την περίπτωση ίσως η εξουσία αποδειχθεί ισχυρή συγκολλητική
ουσία. Το πρόβλημα για τον κ. Τσίπρα, το πιθανότερο, θα προέλθει από την Πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες φιλοδοξεί να ηγηθεί του νέου αντιμνημονιακού αγώνα
(τρίτου κατά σειρά αφού είχαν προηγηθεί οι αντιμνημονιακοί αγώνες του
κ. Σαμαρά και του κ. Τσίπρα). Είναι γεγονός ότι η στάση της κυρίας
Κωνσταντοπούλου έχει διχάσει τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς έχει αποκτήσει φανατικούς
αντιπάλους, αλλά και φανατικούς υποστηρικτές.
Αν
η κυρία Κωνσταντοπούλου αποφασίσει τελικά να επιλέξει την ηγεσία του
νέου αντιμνημονιακού αγώνα και όχι την προεδρία της Βουλής είναι
πιθανόν να συσπειρώσει αρκετούς βουλευτές γύρω της με αποτέλεσμα να
υπάρξει πρόβλημα πολιτικής σταθερότητας για την κυβέρνηση. Το
ερώτημα είναι αν ο κ. Τσίπρας είναι προετοιμασμένος να το αντιμετωπίσει.
Καθώς και πού είναι διατεθειμένος να φθάσει; Οι υποχωρήσεις με στόχο να
διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα (επιχείρημα που θα
χρησιμοποιήσει υπέρ της χώρας στη συνάντηση της πενταμερούς) μέχρι πού
άραγε είναι διατεθειμένος να φθάσουν; Μέχρι τη διεύρυνση της
κυβέρνησής του με κεντροδεξιά στελέχη ή ακόμη και τη σύναψη μιας νέας
συμφωνίας με άλλες πολιτικές δυνάμεις που μετέχουν στη σημερινή Βουλή;
Οι εξελίξεις στις επόμενες ημέρες θα είναι ραγδαίες και σύντομα θα υπάρξουν απαντήσεις. Ελπίδα
όλων είναι οι εξελίξεις που θα προκύψουν να έχουν οδηγό τους τη λογική
με στόχο τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και την έξοδο της
Ελλάδας από την κρίση. Γιατί, όπως πολύ σωστά ανέφεραν σε άρθρο τους οι κ.κ. Βαρουφάκης και Τσακαλώτος, οι Έλληνες έχουν κουρασθεί να παίζουν το ρόλο του Σίσυφου. Πρέπει επιτέλους να φθάσουμε στην κορυφή. Αλλά αυτό εξαρτάται, πλέον μόνο από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος πρέπει να πείσει τους εταίρους μας στην επταμερή ότι έχει τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να ελέγχει τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή ότι έχει τη δυνατότητα να κυβερνήσει.