Άρθρο του Γιώργου Κοντογιάννη, Βουλευτή Ηλείας ΝΔ
Το κυρίαρχο θέμα των τελευταίων ημερών είναι η περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, ο τρόπος δημοσιοποίησής της και το περιεχόμενό της.
Ένας δημοσιογράφος διώκεται γιατί δημοσιοποίησε το περιεχόμενο μιας
λίστας στην οποία, επί εβδομάδες τώρα, επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των
Ελλήνων, όχι μόνο για τα ονόματα που περιλαμβάνονται σε αυτήν αλλά,
κυρίως, για τις προσπάθειες που έγιναν για να μην υπάρξει έρευνα επί του
περιεχομένου της.
Η λίστα βέβαια αμφισβητήθηκε. Αλλά αν η λίστα που δημοσίευσε το
περιοδικό HOT DOG είναι πλαστή, τότε γιατί ασκήθηκε δίωξη για παραβίαση
προσωπικών δεδομένων και όχι για κάποιο άλλο αδίκημα;
Άλλοι είπαν ότι η λίστα είναι παλιά και εν πάση περιπτώσει όσοι ήταν
καταθέτες στην εν λόγω τράπεζα δεν σημαίνει ότι έβγαλαν τα χρήματά τους
στο εξωτερικό παράνομα ή δεν έχουν πληρώσει τους αναλογούντες φόρους.
Κανείς όμως δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει γιατί κανείς δεν
ασχολήθηκε σοβαρά. Και κυρίως δεν ασχολήθηκαν αυτοί που έπρεπε να
ασχοληθούν, δηλαδή το ελληνικό κράτος και οι υπηρεσίες του.
Το αποτέλεσμα της αδιαφορίας, της ανικανότητας ή της σκοπιμότητας που
υπήρξε από τον μη έγκαιρο έλεγχο της περιβόητης λίστας Λαγκάρντ είναι:
– Να εμφανίζονται λίστες που δεν ξέρουμε αν είναι αληθινές ή όχι
– Να μη ξέρουμε ποια περίοδο καλύπτουν.
– Να μη γνωρίζουμε αν τα ονόματα που περιλαμβάνονται σε αυτές έχουν πληρώσει φόρους ή όχι
– Να εμφανίζονται πρόσωπα που περιλαμβάνονται σε αυτές και να λένε ότι ουδέποτε είχαν καταθέσεις στην Ελβετία
– Να μην υπάρχουν άλλα πρόσωπα που όλοι περίμεναν ότι θα περιλαμβάνοντο στη λίστα.
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι ο καλύτερος τρόπος για να απαξιώσεις
κάποια κατηγορία είναι να την επεκτείνεις επί δικαίων και αδίκων. Έτσι
προκαλείται σύγχυση και εκείνοι που έχουν «λερωμένη τη φωλιά τους»,
υποστηρίζουν «μα δε βλέπετε ότι ακόμα και ο Χ… που πασιφανώς είναι
καθαρός περιλαμβάνεται στη λίστα; Πώς είναι δυνατόν να είναι αξιόπιστη;»
Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν γιατί το κράτος και οι υπηρεσίες του δεν
έκαναν σωστά τη δουλειά τους και τουλάχιστον κατά τον τρόπο που
αξιοποίησαν την περιβόητη λίστα κράτη με συντεταγμένες υπηρεσίες ελέγχου
όπως η Γαλλία.
Το ερώτημα είναι αν πλέον μετά τα όσα έγιναν οι υπηρεσίες ελέγχου θα επιταχύνουν το έργο τους.
Δεν είναι δυνατόν να δημιουργούμε μόνοι μας τις προϋποθέσεις για να βρίσκει έδαφος η πολιτική της «λάσπης στον ανεμιστήρα».
Οι Έλληνες τα τελευταία τρία χρόνια υφίστανται τα πάντα. Και η
κατανόηση και η ανοχή που δείχνουν, στα σκληρά και πολλές φορές άδικα
μέτρα που έχουν ληφθεί, είναι παροιμιώδης. Όλοι αναρωτιόμαστε αν και
πότε θα πέσει «η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι».
Πρέπει όμως να ξέρουμε ότι αυτή η «σταγόνα» δεν είναι απαραίτητο να
είναι κάποιο οικονομικό μέτρο. Μπορεί αυτή η «σταγόνα» να έχει σχέση με
την αδικία που νιώθει ο μέσος Έλληνας σε ό,τι αφορά στην αίσθηση που
ακόμα έχει για την ύπαρξη ενός καθεστώτος ατιμωρησίας, για κάποιους
λίγους, φίλους, εκλεκτούς του συστήματος, που οδήγησε τη χώρα στη
σημερινή τραγωδία.
Αυτή η αίσθηση, της ύπαρξης ατιμωρησίας, είναι πιο επικίνδυνη και από
το πιο σκληρό οικονομικό μέτρο όσον αφορά τη διατήρηση της κοινωνικής
συνοχής.
Και όσο ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης δεν πίπτει επί των κεφαλών όσων
ασέλγησαν στο σώμα της Ελλάδος και στην οικονομία της χώρας, τόσο
ενισχύονται φαινόμενα γενικευμένης οργής επί δικαίων και αδίκων, τόσο
ενισχύονται φαινόμενα ισοπέδωσης σε βάρος του συνόλου των πολιτικών και
τόσο βρίσκουν έδαφος για να καλλιεργηθούν απόψεις, ιδέες, δραστηριότητες
και φασιστικές νοοτροπίες τύπου «Χρυσής Αυγής».
Αν κάτι πρέπει να γίνει άμεσα, και παράλληλα με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής, είναι:
1. Η ταχύτατη και κατά προτεραιότητα απόδοση δικαιοσύνης στις υποθέσεις διαφθοράς που εκκρεμούν
2. Ο ενδελεχής και ταχύτατος έλεγχος των περιπτώσεων διαφθοράς και
φοροδιαφυγής που έχουν δει το φώς της δημοσιότητας και το ξεκαθάρισμα
των πάσης φύσεως λιστών
3. Η συγκρότηση διακομματικής επιτροπής για να προταθούν μέτρα που θα
περιφρουρήσουν την λειτουργία των θεσμών και θα οδηγήσουν στην πάταξη
της ατιμωρησίας, τουλάχιστον σε επίπεδο που δεν είναι απαραίτητη η
αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να
γίνει ακόμα.
Το οφείλουμε στον ελληνικό λαό που υποφέρει, αλλά το οφείλουμε και
στη δημοκρατία, όσοι τουλάχιστον πιστεύουμε ότι η νοοτροπία της
ισοπέδωσης και του «όλοι είναι ίδιοι», οδηγεί σε επικίνδυνες και
φασίζουσες ατραπούς.