Sunday , October 6 2024

Οι προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση

Από τον ΣΥΡΙΖΑ η κυβέρνηση δεν ζητεί βέβαια στήριξη των μέτρων. Απλά ζητεί λιγότερη υπονόμευση της εθνικής προσπάθειας.  
βουλευτής Ηλείας της Νέας Δημοκρατίας
Απογοητευμένος και απελπισμένος
με τη στάση της τρόικας απέναντι στις προτάσεις της κυβέρνησης για τη
λήψη των δημοσιονομικών μέτρων απόδοσης 11,5 δισ. €, εμφανίσθηκε ο
υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Και τούτο διότι η τρόικα θεωρεί ότι πάνω από 2 δισ. δεν θα μπορέσουν να
εισπραχθούν. Μετά από όλα αυτά, όπως διαβάζουμε, ο πρωθυπουργός κ.
Αντώνης Σαμαράς, ξεκίνησε πολιτική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας.

Αυτά, αναγράφονται από
τη Δευτέρα το απόγευμα, σε όλα τα ρεπορτάζ, προκαλώντας ανησυχία στους
πολίτες για το πού, τελικώς, οδηγούμεθα και για το εάν πρόκειται ποτέ να
δούμε φως στο τούνελ ή εάν η έξοδος από την κρίση είναι πλέον ένα
όνειρο θερινής νυκτός για την ελληνική κοινωνία που υποφέρει.
Κατ’ αρχάς η στάση της τρόικας είναι
άκρως προσβλητική για την Ελλάδα και την συμμαχική κυβέρνηση που την
εκπροσωπεί. Όχι γιατί οι συζητήσεις με τον πρωθυπουργό – όπως ελέχθη από
ορισμένα κανάλια- διήρκεσαν μόλις 35 λεπτά (αλλοίμονο αν ο πρωθυπουργός έμπαινε
στις λεπτομέρειες της διαπραγμάτευσης), αλλά διότι με τη στάση τους
εξακολουθούν να αμφισβητούν την αξιοπιστία της ελληνικής κυβερνήσεως.
Και τούτο όταν τόσο η ηγεσία του ΔΝΤ όσο και η ηγεσία των χωρών της ΕΕ
(δηλαδή το σύνολο των δανειστών μας και προϊστάμενοι των υπαλλήλων που
αποτελούν τη γνωστή μας τρόικα), έχουν επανειλημμένως, το τελευταίο
διάστημα, εκφράσει την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική που ακολουθεί η
νέα ελληνική κυβέρνηση.
Η εμμονή της τρόικας σε μια
μονοδιάστατη δημοσιονομική πολιτική που αποδεδειγμένα πλέον οδηγεί σε
αδιέξοδο είναι τουλάχιστον περίεργη και εμπεριέχει κινδύνους για την
πολιτική και κοινωνική ηρεμία στη χώρα.
Στοιχεία που είναι απαραίτητα για να μπορέσει η χώρα να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο.
Εδώ και τρία χρόνια, από τον Οκτώβριο του 2009 έως σήμερα, ακολουθείται μια αυστηρή περιοριστική πολιτική η οποία οδηγεί στην εξαθλίωση τους Έλληνες πολίτες.
Κανείς δεν αρνείται ότι πρέπει να
περιορισθούν τα ελλείμματα και να περάσουμε σε πλεονασματικούς
προϋπολογισμούς. Και ήδη οι θυσίες του ελληνικού λαού έχουν περιορίσει
το πρωτογενές έλλειμμα στο 1%. Όμως για να είναι επιτυχημένη μια
πολιτική εκτός από αριθμούς πρέπει να ευημερούν και οι άνθρωποι. Και
αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι δυστυχούν.  Δεν αρκεί να σώσουμε την Ελλάδα.
Πρέπει να σώσουμε και τους Έλληνες. Και με την πολιτική των τροϊκανών
υπαλλήλων αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
Η απάντηση λοιπόν στο αρχικό ερώτημα αν υπάρχει φως στο τούνελ ή πάνε χαμένες οι θυσίες του λαού, είναι μία. Ναι, αν ακολουθήσουμε τη σωστή πολιτική τότε υπάρχει λύση.
Η λύση πρέπει να στηρίζεται σε τρείς
άξονες και όχι μόνο σε έναν όπως επί δυόμιση χρόνια έκαναν οι
κυβερνήσεις από το 2009 μέχρι τις εκλογές του Ιουνίου.
Σαφέστατα είναι απαραίτητη η δημοσιονομική πολιτική. Σαφέστατα πρέπει να ξοδεύουμε λιγότερα από όσα παράγουμε για να πάψουμε να δανειζόμαστε. Όμως δεν αρκεί αυτό.
Πρέπει παράλληλα με τη δημοσιονομική πολιτική να ασκηθούν ταχύτατα πολιτικές μεταρρυθμίσεων και πολιτικές αναπτυξιακές.
Μέσα από τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να
οικοδομήσουμε ένα σύγχρονο, παραγωγικό και ευέλικτο κράτος που θα είναι
σύμμαχος και όχι εχθρός του πολίτη. Ένα κράτος που θα δουλεύει για τους πολίτες και θα τους διευκολύνει στις παραγωγικές τους προσπάθειες και όχι ένα κράτος που θα δουλεύει, θα διευκολύνει και θα υπηρετεί το κόμμα.
Παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις και τη
δημοσιονομική πολιτική πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα άρουν τα δεκάδες
αντικίνητρα που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Σε 250 τα είχε απαριθμήσει ο
σημερινός υπουργός Οικονομικών όταν ήταν πρόεδρος του ΙΟΒΕ. Οι
περισσότερες αποφάσεις, όπως η κατάργηση του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων ή η ίδρυση ενός ειδικού τμήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας
που θα ασχολείται με τις μεγάλες επενδύσεις, είναι μηδενικού κόστους.

Και υπάρχουν πολιτικές, όπως ένα σταθερό φορολογικό σύστημα για μια
δεκαετία, που θα φέρουν χρήματα στα ταμεία του ελληνικού κράτους, ενώ
παράλληλα θα στείλουν το μήνυμα ότι στην Ελλάδα έχουν αλλάξει πολλά,
διαμορφώνοντας ένα φιλικό επενδυτικό περιβάλλον.
Όλα αυτά πρέπει να γίνουν ταχύτατα, γιατί έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια.
Ο πρωθυπουργός σωστά έπαψε να συζητά με
τους τροϊκανούς υπαλλήλους και ξεκίνησε πολιτική διαπραγμάτευση με τους
ηγέτες της ΕΕ, γιατί πλέον το πρόβλημα δεν είναι λογιστικό αλλά
πολιτικό.
Αν οι λογιστές της τρόικας δεν κατανοούν ότι είναι απαραίτητος ο συνδυασμός αυτής της πολιτικής με τα τρία σκέλη
(δημοσιονομική, μεταρρυθμιστική και αναπτυξιακή), σίγουρα οι πολιτικοί
ηγέτες της ΕΕ μπορούν να κατανοήσουν ότι ο λαός δεν μπορεί να αντέξει
άλλες θυσίες. Η βάρβαρη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου κατά 50% για
όσους έχουν ακόμα εργασία και κατά 100% για πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες ανέργους,
μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εκρήξεις που θα διαταράξουν την
πολιτική ομαλότητα της χώρας και θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο ακραία φαινόμενα όπως αυτά της Χρυσής Αυγής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και το μέλλον της δημοκρατίας μας.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής
διαπραγμάτευσης που ξεκίνησε ο πρωθυπουργός πρέπει να είναι απτά. Και
αυτό θα συμβεί αν εξασφαλισθούν τρία βασικά πράγματα:
1. Η εκταμίευση της δόσης των 31 δισ. €
2. Η επιμήκυνση του προγράμματος
3. Το νέο κούρεμα του χρέους και πάντως των ομολόγων που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όμως στην επιτυχία της πολιτικής διαπραγμάτευσης μπορούν να συμβάλουν και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση με τη δημόσια δέσμευσή τους ότι τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που προτείνει η κυβέρνηση θα εγκριθούν από τη Βουλή.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ η κυβέρνηση δεν ζητεί βέβαια στήριξη των μέτρων. Απλά ζητεί λιγότερη υπονόμευση της εθνικής προσπάθειας.
Γιατί όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης απειλεί με νομικές
διαδικασίες όσους εξαγοράζουν δημόσιες επιχειρήσεις ή δημόσια περιουσία
που θέλουν να αξιοποιήσουν, τότε ουσιαστικά διώχνει επενδυτές. Και ο
ιδιωτικός επενδυτικός τομέας είναι ο μόνος που μπορεί να οδηγήσει τη
χώρα στην έξοδο από την κρίση και να προσφέρει θέσεις εργασίας στους
Έλληνες πολίτες που υποφέρουν.