Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Με αφορμή τα όσα έχουν λεχθεί τις τελευταίες ημέρες από εκπροσώπους των δύο μεγάλων κομμάτων περί κυβερνήσεων συνεργασίας, επιτρέψτε μου να καλωσορίσω και τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στη θέση ότι οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις αποτελούν παρελθόν για την Ελλάδα.
Η Δημοκρατική Συμμαχία από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής της τάχθηκε υπέρ της εθνικής συνεννόησης και των συνεργασιών, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο τόπος και οι Έλληνες βιώνουν μια πρωτοφανή οικονομική τραγωδία.
Λυπάμαι που χρειάσθηκε να περάσουν δύο χρόνια για να το καταλάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Κάλιο αργά, όμως, παρά ποτέ.
Συνεργασίες φυσικά και μπορούν να υπάρξουν, αρκεί να υπάρχουν κοινοί στόχοι που οδηγούν στην εξυγίανση του κράτους, στις διαρθρωτικές αλλαγές, και τελικά στην πολυπόθητη ανάπτυξη.
Και κάθε συνεργασία κ. Πρόεδρε πρέπει να στηρίζεται σε προτάσεις για το πώς θα εξασφαλίσουμε την έξοδο από την κρίση και για το πώς θα ελαφρύνουμε τον ελληνικό λαό που αγόγγυστα, με στωικότητα θα έλεγα, αντιμετωπίζει μια κατάσταση για την οποία ο ίδιος, ο λαός, φέρει –αν φέρει- τη μικρότερη ευθύνη.
Και είναι λυπηρό που κάποιοι επενδύουν στη δίκαιη οργή και αγανάκτηση των πολιτών για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Ανακοίνωσε σήμερα ο κ. Καμμένος την ίδρυση της πολιτικής κίνησης ΑΝΕΛ, τονίζοντας ότι είναι κίνηση αντιμνημονιακή. Οι πολίτες όμως έχουν χορτάσει από κινήματα διαμαρτυρίας των οποίων η ύπαρξη στηρίζεται στο οποιοδήποτε «αντί». Εκείνο που χρειάζεται η χώρα είναι κόμματα με προτάσεις ρεαλιστικές που θα οδηγήσουν σε έξοδο από την κρίση και θα βοηθήσουν τους Έλληνες που σήμερα υποφέρουν.
Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος μας κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και όχι να εξασφαλίσουμε τις καλύτερες συνθήκες είτε για την πολιτική μας, είτε για την οικονομική μας επιβίωση.
Γιατί έχουμε φθάσει στο σημείο αντί να μας απασχολεί κυρίως τι θα κάνουμε ως βουλευτές για το ένα εκατομμύριο ανέργους, ασχολούμαστε με το ένα εκατομμύριο του συναδέλφου, που μπέρδεψε το νόμιμο με το ηθικό, δημιουργώντας ένα θέμα το οποίο έπρεπε ο ίδιος από την πρώτη στιγμή να έχει κλείσει.
Φυσικά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αυτή η εκκρεμότητα σμπαραλιάζει τα όποια ψήγματα αξιοπιστίας είχαν απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα. Και σας το λέω εγώ που είμαι ένας από τους φτωχότερους βουλευτές. Γιατί θεωρώ προσβλητικό να με κοιτάζουν καχύποπτα οι πολίτες και να αναζητούν και στο πρόσωπό μου, επειδή είμαι ένας εκ των υπολοίπων 299, τον έναν, που αντί να διασφαλίζει τα συμφέροντα του λαού, φρόντισε να διασφαλίσει τα δικά του συμφέροντα.
Και δεν καταλαβαίνω τη λογική περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η λογική για προστασία της εντιμότητας και της αξιοπιστίας των πολιτικών έχει μεγαλύτερη αξία αυτή τη στιγμή. Γιατί οι πολιτικοί θα βγάλουμε τη χώρα από την κρίση και σε μια δημοκρατία η προστασία της τιμής και της αξιοπιστίας των πολιτικών έχει πρωτεύουσα σημασία.
Και θα έπρεπε οι πολιτικοί αρχηγοί να έχουν ελέγξει και ξεμπροστιάσει αυτόν που προκειμένου να κρατήσει την ανωνυμία του, καλυπτόμενος πίσω από την τυπικότητα της νομιμότητας, διασύρει – σε κρίσιμες για τη χώρα ώρες- το σύνολο των πολιτικών αυτού του τόπου όχι μόνο στα μάτια των Ελλήνων πολιτών αλλά και στα μάτια ολόκληρης της Ευρώπης.
Επιτέλους ο κάθε αρχηγός ας αναλάβει πρωτοβουλία στο κόμμα του και ας δηλώσει ότι δεν αφορά την κοινοβουλευτική του ομάδα.
Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αλλά δεν αρκεί μόνο να το λέμε. Πρέπει και να το αποδεικνύουμε.
Kυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όταν το 2007 θεσπίστηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής (άρθρο 99) στον νέο Πτωχευτικό Κώδικα, με στόχο την αποφυγή της πτώχευσης και την επιβίωση της επιχείρησης που υπάγεται σε αυτή, με τη σύναψη σχετικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών του, κανείς νομίζω δεν ότι είχε προβλέψει την κρίση που θα ερχόταν με σαρωτικούς ρυθμούς αλλά και τις συνέπειες που αυτή θα είχε σε ολόκληρη την αγορά.
Ενδεικτικό για το μέγεθος των αλλαγών που μεσολάβησαν από τότε έως σήμερα είναι και το γεγονός ότι το 2005, οπότε και ίσχυε η αντίστοιχη συμφωνία που προέβλεπε το άρθρο 44 του ν. 1892/1990, μόνο 5 έως 7 επιχειρήσεις είχαν κάνει χρήση των σχετικών διευκολύνσεων, ενώ στο τέλος του 2011 εκκρεμούσαν 2.000 αιτήσεις, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που έδωσε ο ίδιος ο Υπ. Δικαιοσύνης.
Πέντε χρόνια μετά την αρχική θέσπιση, και αφού προηγήθηκε η αναθεώρηση του Πτωχευτικού Κώδικα με το νόμο 4013/2011, η εμπειρία δείχνει ότι είναι αναγκαίο να υπάρξει άμεσα και νέα αναθεώρηση του Πτωχευτικού Κώδικα και κυρίως του άρθρου 99. Για τρεις λόγους:
Πρώτον, γιατί απέτυχε ως προς τον κύριο στόχο του καθώς μέχρι σήμερα μόνο το 5% του συνόλου των επιχειρήσεων που μπήκαν στο άρθρο 99 κατάφεραν τελικά να διασωθούν.
Το μικρό αυτό ποσοστό οφείλεται εκτός των άλλων και στο γεγονός ότι οι τράπεζες αρνούνται στις περισσότερες περιπτώσεις να παρέχουν διευκολύνεις και να υπογράψουν συμφωνίες εξυγίανσης. Κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο τα αρμόδια Υπουργεία οφείλουν να εξετάσουν και μάλιστα άμεσα.
Δεύτερον, ως φαίνεται, έχει γίνει καταχρηστική χρήση του άρθρου 99, με αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες να κερδίζουν χρόνο, χρήμα και πλήρη νομική ασυλία, ζημιώνοντας ως επί το πλείστον τους εργαζόμενους και το δημόσιο συμφέρον.
Συγκεκριμένα:
1. Με τη χρήση του άρθρου 99, οι εργοδότες-επιχειρηματίες κερδίζουν χρόνο ώστε να μην καταβάλουν τα χρωστούμενα στους πιστωτές τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι επιχειρηματίες κερδίζουν δικαστική προστασία καθώς εξασφαλίζουν την αναστολή ατομικών διώξεων και μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (πχ πλειστηριασμός).
2. Το άρθρο 99 λειτουργεί υπέρ των μεγάλων πιστωτών, οι οποίοι, μετά την αναθεώρησή του το 2011, μπορούν επί της ουσίας να προχωρούν μαζί με τους εργοδότες σε συμφωνία για αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία συνδιαλλαγής και να δεσμεύουν έτσι και τους υπόλοιπους πιστωτές.
3. Αφαιρείται κάθε διεκδικητική δυνατότητα από τους εργαζομένους, οι οποίοι έχουν να επιλέξουν μεταξύ της αποδοχής στην υπαγωγή στο άρθρο 99 και κατά συνέπεια απώλειας μέρους των δεδουλευμένων τους ή την χρεοκοπία και την απώλεια της εργασίας και της αποζημίωσης.
4. Οι εργαζόμενοι στην καλύτερη περίπτωση εξισώνονται με τους υπόλοιπους πιστωτές.
5. Το άρθρο 99 λειτουργεί ως άλλο ένα εργαλείο του εταιρικού δικαίου σε βάρος του εργατικού δίκαιου, καθώς προκειμένου να περιοριστούν οι οφειλές και οι μισθοί μιας εταιρείας, γίνονται απολύσεις με μικρές αποζημιώσεις και εκποιούνται περιουσιακά στοιχεία, με αποτέλεσμα όταν η επιχείρηση οδηγηθεί τελικά στην πτώχευση να έχει χάσει μεγάλο μέρος του πάγιου εξοπλισμού της και των υπόλοιπων προς αξιοποίηση στοιχείων της, πχ επωνυμία, και στην εκκαθάριση να μην αποδίδεται τίποτα στους εργαζόμενους.
Τρίτος λόγος που επιβάλλεται η αλλαγή του άρθρου 99 είναι ότι, η όλη διαδικασία είναι υπερβολικά χρονοβόρα, φτάνει ως και τα τέσσερα χρόνια, γεγονός που οφείλεται και στις εν γένει καθυστερήσεις που υπάρχουν στη απονομή της δικαιοσύνης αλλά και στο γεγονός ότι για την υπαγωγή στο άρθρο 99 ακολουθούνται 3 στάδια (υποβολή αίτησης στο πολυμελές πρωτοδικείο, συζήτηση αίτησης, άνοιγμα διαδικασίας) καθένα εκ των οποίων απαιτεί και χρόνο και επί μέρους διαδικασίες.
Και υπενθυμίζω για άλλη μια φορά πως όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι πιστωτές και οι εργαζόμενοι είναι αδύνατον να διεκδικήσουν οτιδήποτε, ενώ οι επιχειρηματίες απολαμβάνουν μια ιδιότυπη ασυλία. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι περιπτώσεις εκείνων που ξεπούλησαν νόμιμα την εταιρική περιουσία και ξεκίνησαν νέα δραστηριότητα.
Από την άλλη και στην περίπτωση των εντίμων επιχειρηματιών αυτό το μεγάλο διάστημα λειτουργεί ανασταλτικά καθώς η επιχείρηση αναγκάζεται να περιορίσει τις δραστηριότητές, γεγονός που είναι αντίθετο προς το στόχο της εξυγίανσης.
κύριε Υπουργέ,
Γνωρίζουμε ότι προτίθεστε να τροποποιήσετε το άρθρο 99, καθώς κι εσείς αναγνωρίζετε τις πολλές αδυναμίες του.
Κατά τη γνώμη μου αυτή η παρέμβαση θα έπρεπε να έχει γίνει από καιρό. Έστω και τώρα όμως ας γίνει.
Εν όψει όμως της αλλαγής θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
Αυτό που ακούγεται ευρέως είναι ότι οι αλλαγές που ετοιμάζει το Υπουργείο αφορούν στην προνομιακή ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, έτσι ώστε το άρθρο 99 να ισχύει τελικά μόνο για οφειλές έναντι ιδιωτών.
Αν γίνει κάτι τέτοιο κατά τη γνώμη μου καταπατάται η φιλοσοφία του νόμου. Οι τροποποιήσεις για να είναι αποτελεσματικές θα πρέπει να κινηθούν στην κατεύθυνση της εξισορρόπησης των συμφερόντων εργοδοτών και εργαζομένων. Αλλιώς θα οδηγηθούμε και πάλι σε αποτυχία.
Για το λόγο αυτό έχω να καταθέσω τις εξής προτάσεις:
1. Προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία συνδιαλλαγής να απαιτείται η συμφωνία του 50% των απαιτήσεων των εργαζομένων.
2. Από τη στιγμή που υπάρχει απαρτία στην γενική συνέλευση όλων των πιστωτών, για να υπάρξει συμφωνία για υπαγωγή στο άρθρο 99 να απαιτείται η συμφωνία μόνο του 30% των τραπεζικών απαιτήσεων.
3. Με το που θα γίνεται αποδεκτή η αίτηση για υπαγωγή μιας επιχείρησης στο άρθρο 99 και εκδίδεται η προσωρινή διαταγή, να απαγορεύεται αυτομάτως οποιαδήποτε μεταβολή των παγίων στοιχείων της.
Κύριε υπουργέ διανύουμε μια περίοδο που κάθε παρέμβασή μας στην λειτουργία της αγοράς πρέπει να στηρίζεται στην κοινή λογική και όχι σε προκαταλήψεις του παρελθόντος που τελικώς οδηγούν σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.
Σας ευχαριστώ.