Από τη μεταπολίτευση και μετά όλες οι εκλογές
που έγιναν στην Ελλάδα, διεξήχθησαν με εκλογικά συστήματα που ήταν
παραλλαγές της ενισχυμένης αναλογικής. Μόνη εξαίρεση οι εκλογές του
1989, όπου ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου βλέποντας την επερχόμενη
επέλαση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έκανε εκλογές με απλή αναλογική κι
έτσι τότε η ΝΔ με 47% πήρε μόλις 150 έδρες.
Η λογική που επικράτησε
στα 38 αυτά χρόνια των εκλογών της ενισχυμένης αναλογικής, ήταν ότι η
Ελλάδα έχει ανάγκη από ισχυρές κυβερνήσεις που θα έχουν τη δυνατότητα να
λαμβάνουν τα μέτρα εκείνα που θα οδηγούν τη χώρα προς τα εμπρός. Μια
λογική ισχυρότατη για περιόδους ομαλής πολιτικής, οικονομικής και
κοινωνικής ζωής.
Η λογική αυτή ίσχυε και επί Κώστα Καραμανλή όταν ο τότε υπουργός
Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος διόρθωσε το εκλογικό σύστημα που είχε
καθιερώσει η Κυβέρνηση Σημίτη με υπουργό τον Κώστα Σκανδαλίδη και
καθιέρωσε την προσφορά ενός μπόνους δέκα επί πλέον εδρών (σύνολο 50) για
το πρώτο κόμμα. Και η τροποποίηση αυτή έγινε επειδή η τότε πολιτική
ηγεσία κινείτο –και σωστά- στη λογική ότι ο τόπος χρειάζεται ισχυρές
κυβερνήσεις και ένα κόμμα που συγκεντρώνει το 40% και πλέον των
προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, πρέπει να έχει την ευκαιρία και τη
δυνατότητα να κυβερνά.
Βάσει της συνταγματικής επιταγής που
προβλέπει ότι οποιαδήποτε αλλαγή στον εκλογικό νόμο εφαρμόζεται από τις
μεθεπόμενες εκλογές και όχι από τις επόμενες, για να μην υπάρχουν
εκλογικοί αιφνιδιασμοί τύπου Παπανδρέου του 1989, η τροποποίηση
Παυλόπουλου στο νόμο Σκανδαλίδη θα ισχύσει στις προσεχείς εκλογές.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι αν η λογική του νομοθέτη για
περαιτέρω ενίσχυση του πρώτου κόμματος, ώστε να μπορεί με αυτοδυναμία να
κυβερνά απερίσπαστο, ισχύει και σήμερα τέσσερα χρόνια μετά από την
ψήφιση του Νόμου. Αν δηλαδή, σήμερα, που όλα τα κόμματα – και κυρίως τα
δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας- αποδέχθηκαν ως αδήριτη την ανάγκη
συνεργασιών και συγκυβέρνησης, μπορεί να εφαρμοσθεί ένας νόμος που όταν
ψηφίσθηκε, ο νομοθέτης και όσοι τον ψήφισαν, άλλα είχαν στο μυαλό τους
αφού άλλη ήταν η φιλοσοφία στην πλειονότητα του πολιτικού κόσμου, για το
πώς κυβερνάται η χώρα.
Επί πλέον όταν η φιλοσοφία του νομοθέτη ήταν
ότι το μπόνους των 50 εδρών (40+10), δίδεται για τον σχηματισμό
αυτοδύναμης κυβέρνησης σε ένα κόμμα που έχει εξασφαλίσει το 40% της
εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος, πώς είναι δυνατόν – και πόσο δίκαιο
είναι- να δίδεται το ίδιο μπόνους σε κόμματα που- τουλάχιστον
δημοσκοπικά αυτή τη στιγμή- κινούνται στο ήμισυ του συγκεκριμένου
ποσοστού;
Δηλαδή πόσο δίκαιο είναι το ένα εξ αυτών των κομμάτων, που
πιθανότατα θα κινείται σε ποσοστά κάτω του 30%, να τύχει της
ευεργετικής διάταξης του μπόνους των 50 εδρών όταν και τα δύο κόμματα
εξουσίας στις κάλπες δεν θα φθάσουν αθροιστικά το ποσοστό που ελάμβανε
σε άλλες εποχές το ένα, μόνο του, και σχημάτιζε αυτοδύναμη κυβέρνηση;
Το ερώτημα αυτό αποκτά άλλη διάσταση – πέραν του κατά πόσον δίκαιη
είναι η εφαρμογή του ισχύοντος νόμου- αν αναλογισθεί κανείς ότι
δημιουργεί και ένα ζήτημα ορθής αποτύπωσης της βούλησης του εκλογικού
σώματος, από τη στιγμή που η εντολή που θα δοθεί θα είναι ανάλογη με
εκείνη που αυτοβούλως έλαβαν οι αρχηγοί των κομμάτων στις 11-11-11, για
τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας του κ. Παπαδήμου.
Δηλαδή
πώς είναι δυνατόν να δίνει ο εκλογικός νόμος μπόνους αυτοδυναμίας σε ένα
κόμμα όταν η εντολή του λαού θα είναι υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας;
Και ποιο νομικό και ηθικό δικαίωμα θα έχει το κόμμα στο οποίο –λόγω
εκλογικού νόμου- θα έχουν προσφερθεί 50 επί πλέον έδρες να
διαπραγματεύεται από θέση ισχύος δυσανάλογα μεγαλύτερη από την
πραγματική εκλογική του δύναμη;
Θα ρωτήσει κάποιος καλόπιστα: «Μα
είναι δυνατόν να προδικάσουμε την κρίση του λαού; Και πού ξέρουμε αν
τελικώς δώσει εντολή για αυτοδυναμία ή για κυβέρνηση συνεργασίας;». Και
το ερώτημα αυτό είναι και λογικό και δίκαιο. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει
ρύθμιση που θα λαμβάνει υπ’ όψιν της και να διευκολύνει την υλοποίηση
οποιασδήποτε βούλησης του ελληνικού λαού, είτε είναι εντολή για
αυτοδυναμία είτε είναι εντολή για συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας.
Συνεπώς θα ήταν δικαιότερο να αναληφθεί τώρα πρωτοβουλία που θα
τροποποιεί τον νόμο Παυλόπουλου και Σκανδαλίδη. Το μπόνους πρέπει όντως
να ισχύει στην περίπτωση που ένα κόμμα φθάνει το όριο της αυτοδυναμίας,
δηλαδή, όταν φθάνει στο 40%. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι 50 αυτές
έδρες πρέπει να κατανέμονται ισομερώς με απλή αναλογική. Μόνο έτσι θα
υλοποιηθεί η βούληση του λαού. Μόνο έτσι θα εφαρμοσθεί ανόθευτη η εντολή
του λαού, αφού με τη συγκεκριμένη τροποποίηση – ανάλογα την εντολή- και
ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης ευνοείται εφ’ όσον υπάρχουν οι
προϋποθέσεις του 40%, και ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας, αν
κανείς δεν πλησιάζει ένα ποσοστό αυτοδυναμίας.
Μια τροποποίηση σε
αυτή τη λογική μπορεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να ισχύσει από τις
προσεχείς εκλογές, εφόσον ψηφισθεί από τα 2/3 της Βουλής, δηλαδή από 200
βουλευτές.
Η τροποποίηση είναι επιβεβλημένη διότι οι πολιτικές
συνθήκες έχουν αλλάξει. Και με την προσαρμογή αυτή η εφαρμογή γίνεται
δικαιότερη και ηθικότερη ενώ αποτυπώνει καλύτερα και ανόθευτα τη βούληση
του εκλογικού σώματος.