(το πλήρες κείμενο της ομιλίας)
Θέλω εξ’ αρχής να δηλώσω, ότι το νομοσχέδιο που φέρνετε προς ψήφιση, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και ως Δημοκρατική Συμμαχία θα το υπερψηφίσουμε.
Ωστόσο, γίνεται υπό την πίεση του κλίματος απαξίωσης που υπάρχει για τους πολιτικούς και την πολιτική και φοβούμαι ότι σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετεί επικοινωνιακούς σκοπούς, παρά την ουσία.
Το πρώτο αφορά την πολιτική βούληση. Είναι αλήθεια πως σε αυτήν εδώ την Αίθουσα έχουμε κατά καιρούς ψηφίσει σειρά μέτρων που σχετίζονται με την απονομή δικαιοσύνης, τα οποία κρίνοντας εκ του αποτελέσματος στην ουσία παραμένουν ανενεργά, από τη στιγμή που κανένα από τα σκάνδαλα δεν έχει διαλευκανθεί και ποτέ κανένας αξιωματούχος δεν τιμωρήθηκε για πράξεις ή παραλείψεις του. Και αυτό γιατί κάθε φορά πρυτανεύουν κομματικές σκοπιμότητες και όχι ανάγκη απονομής δικαιοσύνης.
Επομένως, αυτό που χρειαζόμαστε, δεν είναι απλά νέους νόμους, αλλά την πολιτική βούληση να εφαρμοστούν οι νόμοι που υπάρχουν. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι να υπάρχει πολιτική βούληση στην έρευνα κάθε υπόθεσης, γιατί μέχρι τώρα η μόνη πολιτική βούληση που υπάρχει είναι στο να κουκουλώνονται αυτές οι υποθέσεις.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι κατά πόσο αρκούν αυτά τα μέτρα, για να αποκαταστήσουν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και πολιτικού. Η προσωπική μου άποψη είναι πως δεν αρκούν. Για να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε αυτήν την πολύτιμη σχέση, πρέπει πάνω απ’ όλα εμείς, που ο λαός μάς επέλεξε να είμαστε υπηρέτες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, να σεβαστούμε το θεσμό της πολιτικής, να μην υποβαθμίζουμε το θεσμό με τη συμπεριφορά μας. Γιατί πολλοί εξ ημών θυσιάζουμε ακόμα και τη σοβαρότητά μας για λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα, θα έλεγα, δημοσιότητας. Στη δύσκολη εποχή, όμως, που βιώνουμε, όταν οι πολιτικές μας πράξεις, όσα κάναμε ή παραλείψαμε να κάνουμε, όσα δεχθήκαμε ή ανεχθήκαμε στο παρελθόν, ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση, οφείλουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε άξιοι να υπηρετούμε το αξίωμα για το οποίο μας εμπιστεύθηκε ο ελληνικός λαός.
Και το πρώτο που έχουμε χρέος να πράξουμε, είναι να αποδεικνύουμε καθημερινά ότι πρώτοι εμείς, ως αντιπρόσωποι του λαού, θέτουμε τους εαυτούς μας και κάθε δραστηριότητά μας υπό το φως του ήλιου. Και εάν τυχόν πέφτει κάποια σκιά, οι διαδικασίες διαλεύκανσης των υποθέσεων που μας αφορούν πρέπει να είναι μεν ταχύτατες, αλλά και με τέτοιο τρόπο διασφαλισμένες, ώστε να μην σπιλώνονται άδικα πρόσωπα και συνειδήσεις.
Για να αποδείξουμε, λοιπόν, πως σεβόμαστε την πολιτική και μέσω αυτής το λαό, πρέπει να προχωρήσουμε σε ριζοσπαστικές ενέργειες που θα ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα του πολιτικού συστήματος.
Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η πρόταση που είχα καταθέσει από αυτό εδώ το Βήμα στις 13 Απριλίου 2010, που αφορούσε στον έλεγχο των λογαριασμών και των περιουσιακών στοιχείων όλων των κρατικών λειτουργών και τη σύγκρισή τους με τις αποζημιώσεις που ελάμβαναν στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους. Είχα ζητήσει επεκτείνοντας πρόταση του πρώην Προέδρου του κ. Κακλαμάνη, όσων τα περιουσιακά στοιχεία, κινητά ή ακίνητα, δεν συμβαδίζουν με τις δηλώσεις του πόθεν έσχες, που έχουν καταβάλει, να κατάσχονται στο βαθμό και στο ύψος που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά είναι ένας τρόπος να αποδείξουμε όλοι έμπρακτα ότι επιτέλους μπαίνει τέλος στην ασυδοσία που εξέθρεψε η δική μας πολιτική ανοχή.
Και βέβαια, κύριε Πρόεδρε, όταν είχα καταθέσει την πρόταση πριν περίπου από ενάμιση χρόνο, δεν στηρίχθηκε από το Κόμμα που τότε ανήκα. Τώρα διαπιστώνω με ιδιαίτερη ικανοποίηση ότι η Νέα Δημοκρατία έχει υιοθετήσει μέρος αυτής.
Όμως, ο κ. Σαμαράς προτείνει να γίνει έλεγχος μόνο σε όσους διετέλεσαν Υπουργοί και Υφυπουργοί. Όχι, κύριοι. Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν αρκεί αυτό και όσοι άσκησαν εξουσία έστω και για μία μέρα, το γνωρίζουν ακόμα καλύτερα. Πρέπει να ελεγχθούν –όπως είχα προτείνει- και τα «πόθεν έσχες» γενικών γραμματέων, διοικητών οργανισμών, περιφερειαρχών, νομαρχών και δημάρχων.
Αν θέλουμε να προασπίσουμε το τραυματισμένο κύρος μας, πρέπει να φθάσουμε το μαχαίρι στο κόκαλο. Ο λαός ζητά να μπει τέλος στα μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρισμα πράξεων. Ο λαός ζητά να μπει τέλος στο κρυφτό πίσω από τους νόμους και το Σύνταγμα και βέβαια ο λαός ζητά να μπει τέλος στα ημίμετρα. Η κατάσταση είναι κρίσιμη και οριακή. Δεν μπορούμε να ζητάμε από τους πολίτες να υποβάλλονται συνεχώς σε νέες θυσίες, όταν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε διατεθειμένοι να πάμε τα πράγματα ως το τέρμα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προς την κατεύθυνση αυτή η Δημοκρατική Συμμαχία έχει προτείνει:
Πρώτον, τη ριζική αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης Υπουργών και της ασυλίας των Βουλευτών. Οι Υπουργοί πρέπει να ελέγχονται και να δικάζονται, όπως κάθε πολίτης, από την τακτική δικαιοσύνη.
Εφόσον έχουμε την απαίτηση από τους πολίτες να σέβονται τη δικαιοσύνη και τις αποφάσεις της, οφείλουμε πρώτοι εμείς να δίνουμε το παράδειγμα. Δεν νοείται παραγραφή για τους πολιτικούς –ακόμα και στη διετία- τη στιγμή που για οποιονδήποτε άλλο πολίτη ισχύει η εικοσαετία. Έχουμε καθήκον να προστατεύσουμε όχι απλά την τιμή του πολιτικού κόσμου, αλλά την ουσία της πολιτικής.
Δεύτερον, κάθε Βουλευτής και κάθε δημόσιος λειτουργός πρέπει να υποχρεούται να δημοσιοποιεί το δικό του Ε9 στο διαδίκτυο κάθε έτος.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι εδώ και χρόνια έχω ζητήσει να αναρτώνται τα πόθεν έσχες –αυτά που καταθέτουμε στη Βουλή- όλων των Βουλευτών στο διαδίκτυο, κάτι άλλωστε που και εγώ το πράττω από το 2004, όταν εξελέγην για πρώτη φορά Βουλευτής.
Η ώρα της αλήθειας έχει φθάσει για όλους μας, πολίτες και πολιτικούς. Η αδυναμία μας να αντιμετωπίσουμε την κρίση και η τακτική της Κυβέρνησης να μεταφέρει τα περισσότερα βάρη στις πλάτες των μισθωτών και των συνταξιούχων στρέφει το λαό κατά της πολιτικής και των πολιτικών. Στο χέρι μας είναι να αλλάξουμε την υφιστάμενη κατάσταση και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν όλοι μαζί ενώσουμε τις δυνάμεις μας, για να βγει η χώρα από το οικονομικό αδιέξοδο. Η παρούσα Κυβέρνηση απέδειξε ότι δεν μπορεί, καθώς όχι μόνο στέλνει τη χώρα στην οικονομική άβυσσο, αλλά καταστρέφει και τον κοινωνικό της ιστό.
Σε αυτές, λοιπόν, τις κρίσιμες στιγμές ας αφήσουμε το προσωπικό ή κομματικό όφελος και ας αναλογιστούμε το συμφέρον του τόπου, το συμφέρον της πατρίδας μας που δεν υπαγορεύει άλλη λύση, πέραν της εθνικής συνεννόησης και της δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.