Η
δήλωση του Υπουργού Οικονομικών ότι προϋπόθεση για να μη ληφθούν επί
πλέον μέτρα είναι να εφαρμοσθούν όσα έχουν μέχρι σήμερα ψηφισθεί,
αποκαλύπτει το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδος.
Ζούμε σε μια χώρα
στην οποία λαός και πολιτικοί συνηθίζουμε να λέμε ότι «ο μόνος νόμος που
πρέπει να ψηφισθεί είναι η εφαρμογή των νόμων». Και το λέμε, αν και
αναγνωρίζουμε το παράλογο της ρήσης, θέλοντας μόνο και μόνο να δείξουμε
την ατολμία του πολιτικού μας συστήματος να είναι συνεπές προς τις δικές
του αποφάσεις. Γιατί όταν ένας νόμος ψηφίζεται από τη Βουλή, η μη
εφαρμογή του συνιστά παραβίαση του Συντάγματος. Άρα λοιπόν…
Η
δήλωση του Υπουργού Οικονομικών ότι προϋπόθεση για να μη ληφθούν επί
πλέον μέτρα είναι να εφαρμοσθούν όσα έχουν μέχρι σήμερα ψηφισθεί,
αποκαλύπτει το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδος.
Ζούμε σε μια χώρα
στην οποία λαός και πολιτικοί συνηθίζουμε να λέμε ότι «ο μόνος νόμος που
πρέπει να ψηφισθεί είναι η εφαρμογή των νόμων». Και το λέμε, αν και
αναγνωρίζουμε το παράλογο της ρήσης, θέλοντας μόνο και μόνο να δείξουμε
την ατολμία του πολιτικού μας συστήματος να είναι συνεπές προς τις δικές
του αποφάσεις. Γιατί όταν ένας νόμος ψηφίζεται από τη Βουλή, η μη
εφαρμογή του συνιστά παραβίαση του Συντάγματος. Άρα λοιπόν, το μόνο που
κάνουμε είναι να παραδεχόμαστε τη γύμνια και την ασυνέπειά μας, την
αναποφασιστικότητά μας αλλά και να αποκαλύπτουμε ότι είμαστε κατώτεροι
των περιστάσεων, αφού αυτές τις κρίσιμες ώρες δεν είμαστε ικανοί ως
πολιτικοί και ως εκπρόσωποι της πολιτείας να υλοποιήσουμε αυτό που οι
ίδιοι αποφασίζουμε.
Στην προκειμένη περίπτωση η κατάσταση είναι
ακόμα σοβαρότερη καθώς ο κ. Βενιζέλος, ως ο αρμόδιος για την οικονομία
υπουργός και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης παραδέχεται εμμέσως ότι
αδυνατεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα το οποίο είχε τεθεί ως προϋπόθεση για
να λάβουμε την πέμπτη δόση του δανείου από την τρόικα.
Η ομολογία
αυτή βέβαια είναι παραδοχή ανικανότητας και ανοίγει την «όρεξη»,
κοινοτικών κυβερνήσεων, όπως της Φινλανδίας, να ζητήσουν πρόσθετες
εγγυήσεις για την καταβολή της δικής τους αναλογίας στη νέα δανειοδότηση
της Ελλάδος.
Η παραδοχή Βενιζέλου για αδυναμία του να εφαρμόσει το
μεσοπρόθεσμο έρχεται σε μια στιγμή που τα στοιχεία επταμήνου για την
πορεία του ελλείμματος δείχνουν διόγκωση της «μαύρης τρύπας» κατά 25%,
ήτοι κατά 15,7 δις € και με ενδείξεις που δεν αφήνουν κανέναν περιθώριο
αισιοδοξίας για βελτίωση της κατάστασης.
Από τα στοιχεία του
υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι η τεράστια αυτή διεύρυνση του
ελλείμματος -σε μια χρονιά που υπολογίζεται ότι το έλλειμμα θα πρέπει να
μειωθεί κατά περίπου 7 δισ. ευρώ ή 3% του ΑΕΠ από το 10,5% του ΑΕΠ το
2010 στο 7,5% ΑΕΠ- διαμορφώθηκε από δύο παράγοντες. Την υστέρηση των
εσόδων που φτάνει στο επτάμηνο τα 3,45 δισ. ευρώ και την υπέρβαση των
δαπανών. Όμως η ανικανότητα και η έλλειψη βούλησης της κυβέρνησης να
μειώσει τις δαπάνες, όπως φαίνεται από την υπέρβασή τους το πρώτο
επτάμηνο κατά 1,13 δις ευρώ, απαξιώνουν και απειλούν τη συμφωνία της
21ης Ιουλίου.
Όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την παγκόσμια
κρίση, δημιουργούν συνθήκες πανικού στην κυβέρνηση η οποία δημοσίως
διαπιστώνει ότι δεν είναι ικανή να εφαρμόσει τα συμπεφωνημένα και τους
νόμους που η ίδια ψήφισε.
Μέσα στο κλίμα πανικού οδηγείται στη λήψη
εισπρακτικών μέτρων όπως η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση, ελπίζοντας ότι
έστω και προσωρινά θα μπορέσει να κλείσει «μαύρες τρύπες».
Η
πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική αφού δεν έχει προφανώς
συνειδητοποιήσει ότι από τη μια οι πολίτες δεν έχουν χρήματα για να
ξοδέψουν και από την άλλη η ίδια δεν έχει μηχανισμό για να εισπράξει,
έστω αυτά που της χρωστάνε.
Μέσα σε αυτό το τοπίο η εκταμίευση νέων
δόσεων από το περίφημο πρώτο δάνειο, αλλά και το νέο σύμφωνο που
απορρέει από τη Σύνοδο της 21ης Ιουλίου, αρχίζουν να αντιμετωπίζουν
προβλήματα. Όχι ότι δεν θα βρεθεί λύση. Στην πολιτική λύσεις πάντα
υπάρχουν. Το ερώτημα όμως είναι αν τις λύσεις αυτές θα μπορέσει πλέον να
τις αντέξει ο «τράχηλος του Έλληνα», ο οποίος κατά την ιστορική ρήση
«ζυγό δεν υπομένει».
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οφείλει να καταλάβει ότι
οι ευθύνες που αναλαμβάνει έναντι της ιστορίας και της χώρας είναι
τεράστιες. Η ανικανότητά της να εφαρμόσει την πολιτική που η ίδια
εισηγείται υπονομεύει την πορεία της χώρας με αποτέλεσμα να υποθηκεύεται
το μέλλον των επερχόμενων γενεών.
Ο κ. Βενιζέλος, οφείλει επίσης να
κατανοήσει ότι αν δεν μπορεί να τιθασεύσει το παλαιοκομματικό ΠΑΣΟΚ,
αυτό που έχει το μέγιστο μέρος της ευθύνης για τη δημιουργία της
σημερινής κατάστασης, αν δεν μπορεί να απαλλαγεί από το «βαθύ πράσινο
κράτος», που αντιστέκεται σε όποια μεταρρύθμιση στο δημόσιο η οποία
οδηγεί σε μείωση των κρατικών δαπανών, τότε έχει δύο τρόπους να
αντιδράσει:
Πρώτον, να αφήσει τη δουλειά αυτή σε κάποιον άλλον, αν βέβαια υπάρχει. Ή,
Δεύτερον,
να ενισχύσει την πρόταση της Δημοκρατικής Συμμαχίας για συγκρότηση
κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας έως τη λήξη της τετραετίας. Μιας κυβέρνησης
που δεν θα υπολογίζει πολιτικό κόστος, δεν θα έχει δεσμεύσεις κομματικές
και θα στείλει το μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα όχι μόνο θέλει αλλά
και μπορεί να σωθεί και αυτό το αποδεικνύει εν τοις πράγμασι με τις
αποφάσεις και τις πολιτικές που εφαρμόζει. Κάτι το οποίο βέβαια, όπως
παραδέχεται και ο κ. Βενιζέλος, δεν γίνεται σήμερα.