Friday , April 19 2024

Ο ηγέτης και άνθρωπος Κώστας Μητσοτάκης που έζησα

Ο ηγέτης και άνθρωπος Κώστας Μητσοτάκης που έζησα

γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.

Ήταν αρχές Σεπτέμβρη του 1984.
Πριν από λίγες ημέρες ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε εκλεγεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Το σοκ για τους παραδοσιακούς νεοδημοκράτες ήταν μεγάλο. Πώς ήταν δυνατόν να κερδίσει αυτός που είχε έλθει στο κόμμα το 1978, τον Κωστή Στεφανόπουλο που ήταν γέννημα θρέμμα της παράταξης και, όπως είχε διαφανεί, είχε τη στήριξη του ιδρυτή της παράταξης Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Στο μυαλό του παιδιού των 22 ετών, που ήμουν τότε, όλο αυτό φάνταζε περίεργο. Ωστόσο η παρουσία και ο λόγος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μου έδινε μια σιγουριά μεγαλύτερη, από την ικανοποίηση που πρόσφερε στα αυτιά των ΟΝΝΕΔιτών της γενιάς μου η αντικομμουνιστική ρητορική του Κωστή Στεφανόπουλου.
Στα γραφεία πάντως της ΝΔ στην οδό Ρηγίλλης, οι υπάλληλοι και οι συνεργάτες βλέπαμε με επιφυλακτικότητα τον νέο ένοικο του γραφείου του προέδρου. Κάποιοι είχαν εμφανίσει τον Μητσοτάκη ως έναν άνθρωπο σκληρό, έναν άνθρωπο που μπροστά στο πολιτικό του συμφέρον δεν έβαζε τίποτε άλλο.
Η εντύπωση αυτή, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, διαλύθηκε ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη, όταν ευρισκόμενος στο πλατύσκαλο της εισόδου, είδα την εξής σκηνή:
Στην είσοδο βρισκόταν ένας ανάπηρος. Ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να ισιώσει τα πόδια του και βρισκόταν συνεχώς καθισμένος. Σερνόταν ουσιαστικά χρησιμοποιώντας τα χέρια του ως υποστήριγμα. Δίπλα μου είδα να περνά κατεβαίνοντας δυο – δυο τα σκαλιά, ο νέος πρόεδρος του κόμματος. Να πηγαίνει προς τον ανάπηρο, να γονατίζει και να τον αγκαλιάζει. Ήταν ένας παλιός φίλος του, που ήλθε να τον συγχαρεί για την εκλογή του στην προεδρία της ΝΔ.
«Γιατί κατέβηκες πρόεδρε;», τον ρώτησε ο ανάπηρος.
«Μα, έκανες τον κόπο να έλθεις να με δεις και δεν θα κατέβαινα;», του απάντησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Δυο μέτρα άντρας, καθισμένος κι αυτός στα γόνατα, στην είσοδο της Ρηγίλλης, δείχνοντας με τον απλό αυτό τρόπο την αγάπη και την ανθρωπιά του σε έναν φίλο του.
Η εικόνα αυτή μου έδειξε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν μιας άλλης «πάστας» πολιτικός. Την ανθρωπιά του αυτή την έζησα σε όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού αλλά και του πολιτικού μου βίου. Όσο ήταν πρόεδρος της ΝΔ, τις Κυριακές το απόγευμα, γύρω στις 5.00 με 5.30, περιμέναμε στο «εσωτερικό» του Γραφείου Τύπου το τηλεφώνημά του για να μας ρωτήσει «τι νέο υπάρχει;».
Γνώριζε προσωπικά όλα τα «παιδιά του Γραφείου Τύπου», γιατί είχε φροντίσει να κάνει όλο το κόμμα οικογένειά του. Τους περισσότερους μας βρήκε στη Ρηγίλλης. Αλλά μας εμπιστεύθηκε και μας κέρδισε.
Οι νεότεροι ανακαλύπταμε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη έναν πολιτικό οραματιστή και ρεαλιστή συνάμα. Από τότε ανησυχούσε για την οικονομία. Δεν έπαυε να λέει ότι οι Έλληνες συμπεριφερόμαστε σαν τον μπεκρή που πρώτα νοιάζεται να εξοικονομήσει το έξοδο του κρασιού, δηλαδή την κάλυψη των αδυναμιών του, και μετά για τις ανάγκες της οικογένειάς του. «Πρέπει να πάψουμε να ζούμε με δανεικά», έλεγε και ξανάλεγε από τότε. Και στη διάρκεια της τριετίας που κυβέρνησε με την ισχνή πλειοψηφία της μιας έδρας, έτρεξε τόσα, όσα δεν έχει τρέξει καμιά κυβέρνηση της χώρας. Και αν τον ακούγαμε, ίσως να μη βρισκόμασταν σήμερα σε τόσο τραγική θέση… Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, για την οποία ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο, θα πρέπει να ένιωθε ηθικά δικαιωμένος. Αλλά αυτό αντί να τον χαροποιεί τον στεναχωρούσε. Γιατί μέχρι την τελευταία στιγμή του βίου του αγωνιούσε για την πορεία που είχε πάρει η Ελλάδα και κυρίως για την απουσία λογικής από την πολιτική και για την επικράτηση του λαϊκισμού.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σεβόταν τον αντίπαλό του. Ποτέ δεν τον υποτιμούσε. Και ο μεγάλος αντίπαλός του ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, του οποίου τις ικανότητες αναγνώριζε, αλλά πίστευε ότι αντί να τις αξιοποιεί για το καλό του τόπου, το έπραττε έχοντας μόνο ως στόχο την εξουσία και τη νομή της. Προσπαθούσε πάντως να ξεπερνά τις αναφορές στον Παπανδρέου με χιούμορ. Του άρεσε η ρακή. Του άρεσε να την πίνει παγωμένη. Την άντεχε. Τη γλένταγε τη ρακή. Δεν τον γλεντούσε αυτή. Γιατί έπινε για να την χαρεί. Στις γιορτές και χαρές και όχι χωρίς λόγο. Και γνωρίζοντας ότι ο αντίπαλός του Ανδρέας Παπανδρέου έβγαινε «γκολ» με ένα ποτήρι ουίσκι, έλεγε γελώντας: «Εγώ πίνω ρακή, τον Ανδρέα λένε μέθυσο…».
Κάποιοι στη ΝΔ έλεγαν ότι τον συμπαθούσε. Μπορεί να συνέβαινε κι αυτό. Μια συμπάθεια που εκ των πραγμάτων προκύπτει στους τίμιους «παίχτες» για τον αντίπαλο, κι ας είναι κατεργαράκος.
Κάποτε των ρώτησα πού έγκειται το μυστικό της καλής υγείας του. «Πάντα έσπαγα τη μέρα στα δύο. Ξεκουραζόμουν πάντοτε το μεσημέρι». Εύλογη ήταν η απορία μου τι έκανε στον πόλεμο, μέσα στα χαρακώματα: «Μα κι εκεί πάντοτε εύρισκα χρόνο να κλείσω τα μάτια μου για πέντε λεπτά». Φυσικά μαζί με τη μεσημεριανή σιέστα ήταν και η μεσογειακή διατροφή και κυρίως το μέλι.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όμως ήταν ένας άνθρωπος που πολλές φορές αυτοσαρκαζόταν.
Ήταν η περίοδος που τον έλεγαν «γκαντέμη», όταν «πετώντας» από το Λονδίνο στην Αθήνα, πάνω από τη Μάγχη χάσαμε τον έναν κινητήρα. Ο πρωθυπουργός τότε Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πήγε στο πιλοτήριο. Και λίγο αργότερα βγαίνοντας ενημέρωσε τη δημοσιογραφική αποστολή για το τι είχε συμβεί. «Λέω στον πιλότο να συνεχίσουμε, αλλά δεν το επιτρέπουν οι διεθνείς κανόνες αεροπλοΐας», μας είπε, και πρόσθεσε: «Θα περάσουμε ένα βράδυ στο Παρίσι. Δεν συντρέχει λόγος καμίας ανησυχίας…». Κοντοστάθηκε και γελώντας είπε: «Άλλωστε είμαι εγώ εδώ…», κάνοντας όλη την, ομολογουμένως, τρομαγμένη αποστολή, να χαλαρώσει και να γελάσει.
Ο Μητσοτάκης ήταν βαθιά κοινοβουλευτικός. «Εκεί μαθαίνεις κι εκεί αναδεικνύεσαι», μου είχε πει κάποτε. Κι έχει δίκιο. Γιατί αν ένας πολιτικός, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν σέβεται το κοινοβούλιο, τότε εύκολα μπορεί να παρεκτραπεί σε άλλες επικίνδυνες ατραπούς…
Το ήξερε αυτό και το σεβάσθηκε ακόμα και στον μεγαλύτερο πόνο της ζωής του, την ημέρα της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη. «Ήταν σαν λαβωμένο λιοντάρι», θα περιγράψει χαρακτηριστικά ο επί σαράντα χρόνια πιστός συνεργάτης του Γιάννης Πευκιανάκης. Τότε στόχος των τρομοκρατών ήταν να ματαιώσουν τη συνεδρίαση της Βουλής. Μέσα στο βαρύ πένθος του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πήγε στο Κοινοβούλιο και έκανε εκείνη τη μνημειώδη παρέμβαση, γεμάτος συγκίνηση και με σπασμένη φωνή. Μια παρέμβαση που χειροκρότησε όρθιο ολόκληρο το Κοινοβούλιο, ακόμη και ο πολιτικός του αντίπαλος Ανδρέας Παπανδρέου. Γιατί ήθελε πολύ δύναμη ψυχής από την πλευρά του Κ. Μητσοτάκη για να αντέξει να κάνει αυτό που έκανε.
Η μεγαλύτερη υπηρεσία όμως που προσέφερε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην Ελλάδα, ήταν ότι επί των ημερών του, ουσιαστικά, τερματίσθηκε ο εμφύλιος.
Η σχέση του με την Αριστερά, από την εποχή των αγώνων κατά των Γερμανών, αλλά και μετά, κατά της χούντας, ήταν πολύ καλή. Στηριζόταν στην ειλικρίνεια. Πάντοτε τιμούσε το λόγο του. Και αυτό η Αριστερά του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου με τον οποίο είχε περάσει πολλά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, του το αναγνώριζε. Η μεγάλη απόφαση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να προτείνει την κυβέρνηση συνεργασίας της ΝΔ με τον τότε ενιαίο Συνασπισμό, ήταν ιστορικής σημασίας. Το γεγονός ότι οι νικητές και οι ηττημένοι του εμφυλίου κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και σχημάτισαν μαζί κυβέρνηση για να προασπίσουν αρχές της δημοκρατίας που στο ξεψύχισμά της η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έδειχνε ότι θεωρούσε δευτερευούσης σημασίας, ήταν ιστορικής σημασίας. Ήταν η πρώτη συγκυβέρνηση Αριστεράς και Κεντροδεξιάς που υπήρξε στην Ευρώπη. Και συνέβη πριν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ήταν μια κυβέρνηση που έστελνε το μήνυμα της πραγματικής εθνικής συμφιλίωσης μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν δημοκρατικές αξίες.
Η απόφασή του τότε, ήταν ριζοσπαστική. Και του αξίζει κάθε τιμή και αναγνώριση, όπως και στους τότε ηγέτες της Αριστεράς.
Αν καθίσει δε κανείς και αναλογισθεί τον κίνδυνο που υπήρχε τότε από την καθεστωτική αλαζονεία του ΠΑΣΟΚ, θα διαπιστώσει ότι ο κίνδυνος αυτός που ανάγκασε πολιτικούς αντιπάλους να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ήταν πολύ μικρότερος από τον κίνδυνο που διατρέχει σήμερα η χώρα.
Σήμερα η ίδια πολιτική πρόταση, για δημιουργία μετώπου όλων των φιλοευρωπαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων είναι ζωντανή. Ισχύει και την έχει διατυπώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το ερώτημα είναι αν οι λοιποί ηγέτες της αντιπολίτευσης μπορούν να κάνουν αυτό που έκαναν τότε οι ηγέτες της ΝΔ και του Συνασπισμού. Να προτάξουν μια εθνική πολιτική πάνω από κομματικές ταμπέλες. Μια πολιτική που θα στηρίζεται στην κοινή λογική και όχι σε ιδεοληψίες. Μια πολιτική που πρέπει να εκφρασθεί μέσα από μια κυβέρνηση ρήξεων που έχει πρόθεση να σχηματίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης με κορμό τη ΝΔ και όχι μέσα από μια κυβέρνηση συμβιβασμών, όπως είναι συνήθως οι οικουμενικές κυβερνήσεις.
Τον ρεαλισμό και την κοινή λογική υπηρέτησε σε όλο το βίο του ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Και με βάση αυτήν την κοινή λογική προείδε τον ερχομό του ΔΝΤ στην Ελλάδα από το 1994.
Σήμερα, οι περισσότεροι Έλληνες λέμε ότι τα έλεγε, αλλά εμείς δεν ακούγαμε. Όντως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τα έλεγε. Όμως οι Έλληνες βολεμένοι μέσα στην επίπλαστη ευδαιμονία μας, δεν θέλαμε να ακολουθήσουμε.
Κάποτε ένας φίλος μου είπε: «Οι ηγέτες, πρέπει να βρίσκονται ένα – δύο βήματα μπροστά από το λαό. Το μειονέκτημα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν ότι βρισκόταν πάντα δέκα βήματα μπροστά από το λαό».
Ο ίδιος βέβαια, όταν κάποτε τον ρώτησα «τι πρέπει να έχει ο ηγέτης», λακωνικά μου είχε απαντήσει: «περίσσευμα καρδίας πρέπει να έχει, παιδί μου…».
Και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διέθετε αυτό το περίσσευμα καρδίας, και το απέδειξε, τόσες φορές δίνοντας το χέρι του, για το καλό της Ελλάδος, σε πολλούς που τον έβλαψαν προσωπικά.
Αιωνία του η μνήμη!